Wednesday, April 24, 2019

Pas paz






Δεν είπα αν σκέφτομαι τίποτα. Δε μίλησα.


Σκέφτομαι το τρένο και τη θέα απ'το παράθυρο.

Ήταν υπέροχη η Βέρνη αλήθεια.

Στη Βασιλεία όμως μια φορά δεν πήγα.

Κι έναν καιρό,

κάστρο παραμυθένιο,

και δίκαιο αστικό.


Κι η διαδρομή για Λιανοκλάδι μες στα αγκομαχητά του καρβουνιάρη,

χάρμα οφθαλμών, μια οπτασία, ένα χάδι .

Να κι η Λαμία. Με το άγαλμα του Άρη στην πλατεία.

Και τον αρτιμελή τον φανοστάτη που τρεμοπαίζει από αηδία.


Και όταν χτύπησε το καμπανάκι στο σταθμό,

σαν δάκρυα κύλησαν τα δευτερόλεπτα, ώσπου να δω,

το πρόσωπό σου να μου γνέφει ,

μεσ' από χέρια που πασχίζουν για διέξοδο ,

πως ήρθε η ώρα κι ειν΄εδώ.

Αν και με χρησιμοποιούν ακόμα ομολογώ.

Δε με χειρίζονται, και μη χειρότερα,

χρήζουν βελτίωσης τα χείριστα;

μα έχουν βρει τη χρήση μου και τη χειρίζονται σωστά.

Γιατί είμαι χρήσιμη στην κοινωνία.

Κι όχι το νοσηρό το κύτταρο του Πλάτωνα,

που είπε στην τάξη κι η κυρία.

Τα μάτια σου μην παίρνεις απ’τον στόχο,

βολή και αριστεία.


Και πες μου τώρα Σπύρο* εσύ,

μιας κι έχεις κι αδερφή,

τι ψυχή έχει μια ψυχή.

Και τι ένα σώμα να νογεί,

πες μας Ελύτη,

που ομορφάινεις τη ζωή μας, 

νομπελίστα ποιητή.

Η λογική αναφανδόν,

μ' αισθήματα στην τρέλα χρεωμένα, οκλαδόν.

Να κι ο ζουρλομαδύας για καρμπόν,

καλέ δε μ’έπιασε υστερία,

φοράω και ταμπόν.


Και ποιος γιατρός θ' αποφανθεί πως νίκησε τάχα η ζωή,

σα βρίσκεσαι μπρος στης κρεμάλας το άτυχο στη θεωρία παιγνίων,

ενώ ένα γράμμα βραδυπορεί,

κι έρχεται ακόμα, -όπου να’ναι θα φανεί,

σαν το χινόπωρο μες στον λειμώνα,

πίσω ο λαγός κι απ’τη λεχώνα-,

με το ταχυδρομείον.


Χήρα με ξύλινο πόδι,

της Εσμεράλδας η μάνα ήταν θεόμουρλη.

Με πατρική φιγούρα τον Χριστό,

που θα 'λεγε κι η ψυχανάλυση,

ομφαλοσκοπώ.

Και η Κυρά μας στο Παρίσι,

μάγισσα κι αυτή,

σαν την Κομμούνα ένα πράμα,

πυρ και γυμνή,

μεγάλη ή ματωμένη,

βδομάδα ήταν κι αυτή.


*D.




                                                   


No comments:

Post a Comment