Sunday, January 12, 2020

Kiss off

Αν είχα φτερά και τα άνοιγα θα έκρυβαν εσένα μεσα,
Αν είχα μιλιά και δεν την κατάπινα θα πνιγόμουν απ’τη σιωπή που μέσα της κούρνιασα,
Αν είχα ένα λεπτό ζωής ακόμα,
Θα τρόμαζα τον θάνατο με μια κραυγή πως σ’αγαπώ από πάντα,
Αλλά ο χρόνος τελειώνει και πρέπει να γράψω τον επίλογο τώρα.

Λες πως είμαι νέα, μα γέμισα ρυτίδες καθώς σε περίμενα,
Όπως και σε περιμένω ακόμα αγέρωχα,
Ξέροντας πως δε θα’ρθεις ούτε για μία ώρα.
Κι όπως δεν είμαι ελπίδα, για να πεθάνω τελευταία,
Για σένα πέθανα πριν χρόνια,
είμαι θαμμένη ζωντανή κι ούτε που το ‘χα καταλάβει ως τώρα.
Γιατί εκείνο που δε βλέπουμε, είναι αυτό που δεν κοιτάμε στα μάτια, κι όμως αυτό μας παρακολουθεί ασκαρδαμυκτί και άυπνα.
Το σκοτάδι φέγγει μες στο φως,
Όπως σ’ένα νεκροταφείο ο ζωντανός.

Σαν ακροβάτης που σχοινοβατεί , μετέωρος πάνω απο θάνατο και ζωή, αδράχνω το κοντάρι που ισορροπεί ζυγίζωντας ισότιμα τρέλα και λογική, αδράχνω το κοντάρι και το κάνω κουπί, για να διασχίσω το ποτάμι απ' την πηγή που ρέει πορφυρό γλυκό κρασί.

Σαν τον Βαλέντα στην κοίτη του Αχέροντα, βυθοσκοπώ,
την κούπα από το τραπουλόχαρτο γεμάτη αφρό,
και κολυμπάω με ρεύμα αρωγό, 
σκίζοντας κύματα ηλεκτρισμένα όλο ατμό,
για να εξαγνίσω τη φωτιά, τον καλό αγωγό.

Σ' έναν σπασμένο καθρέφτη, όπου ο καπνός σκαρφαλώνει σαν τη δενδρογαλιά πάνω στ' αμπέλι,
ο ήλιος κατοπτρίζεται κι έχει αντικρυστά την αγχόνη.

Μια γριά γνέθει σχοινί, κι αυτή τη γρια τη λένε Άτρoπο,
έχει τα μαλλιά της χιονάτα, λυμένα και πλεγμένα στον αργαλειό.

Σάβανα και κρέπια στήνουν χορό,
γύρω απ'το μαγιόξυλο το μαγικό.

Κι ενα φιδοπουκάμισο πατημένο, 
στο χώμα γίνεται χοή τ’ανθισμένο,
ποτίζει τη γη για να 'ρθει η άνοιξη,
λιωμένο λίπασμα που θρέφει τον πάγο.

Κι όσο οι παπαρούνες ριγούν απ΄τον άνεμο,
στα ριζά κάποιου δέντρου θα σταθώ,
να ξαποστάσω λίγο κάτω απο αίθριο ουρανό,
-κλαδιά για σκεπή, και το ψιθύρισμα των φύλλων με νανουρίζει σαν παιδί,-
έχω αποκοιμηθεί, τ’αόρατα χέρια του αέρα με ντύνουν σα να 'μουν γυμνή,
ο κορμός του ανατριχιάζει απ'τη ραχοκοκαλιά μου,
και τα λουλούδια του ραίνουν τη σιωπή με τη λαλιά μου:

"Δεν ήταν άγγελος θανάτου αυτός, αλλά μου χαμογέλασε με το χαμόγελό σου όλο φως, μελωδίες σκιαγραφούσαν τις γωνίες των χειλιών του, κι οι κεραυνοί που παραμόνευαν στο βλέμμα του, ήταν απ' το δικό σου, μάτια πυρσοί, γλώσσες φωτιάς που σε τυλίγουν θαλπωρή, εικόνα που σφραγίζεις στην καρδιά σου μ'ένα υγρό φιλί. "

Σα βουλοκέρι με άλικο ανάγλυφο που κλείνει ένα γράμμα στη γλώσσα των τυφλών,
τα κύματα του ήχου θα ψηλαφίσω μέσα μου, λίγο αφότου την κραυγή μου καταπιώ'
το σώμα μου φράγμα σειρήνων κουφό.

Κι αφού τ' όνομά μου σου φέρνει ναυτία, 
του Κανένα την οδύσσεια αναπολώ με νοσταλγία.
Κι αφού η φωνή μου σου φέρνει εμετό, 
το στόμα μου θα κλείσω με έναν ασπασμό.
Κι αφού τα χείλη μου βάφτηκαν απ' το φεγγάρι το χλωμό, 
θα τα δαγκώσω να ντυθούν με αίμα πορφυρό.

Κι όπως αυτό θ' αργοκυλάει ζεστό, 
την καρδιά μου την ξεγυμνωμένη θα αφουγκραστώ.

Πάγωσαν οι παλμοί της ή ακόμα ζω;

20-12-17