Saturday, December 12, 2020

Sine nomine

Δεν ξέρω πώς σε λένε, αλλά τώρα λέμε.

Άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε,

και κάτσε να δεις, πώς σε είπαμε;

Μίλα μπάτσε.

Πες κατιτίς που ν’ ακουστεί

σαν την οφθαλμαπάτη της στιγμής,

αντικατοπτρισμός και όαση μαζί,

πες κάτι με διαυγή φωνή

που σπάει το κρυστάλλινο ρόδο της ερήμου σαν γυαλί,

κι η δίψα του Κουασιμόδου να καραδοκεί,

τρέχα και γύρευε και πάλι απ΄την αρχή.

Δεν ξέρω πώς σε λένε Γιώργο,

γιατί;

Tuesday, November 24, 2020

Γεια σου

Θα ΄θελα να μιλήσω με τη σκιά μου για λίγο.
Και ποια είν’ αυτή; Πού να ξέρω.
Kαι είναι όντως δικιά μου;
Δεν ξέρω, πάντως είναι η σκιά μου.
Έγινε η από πάντα ήτανε;
H σκιά μου. Η δικιά μου.
Δε μιλάω μόνη μου.
Μιλάω στη σκιά μου.

Άνοιξε τα μάτια.
Ξέρω πώς σε λένε,
δεν το ξέχασα, μη φοβάσαι.
Άνοιξε τα μάτια Πάνο
και πες μου αν με θυμάσαι.

Δεν είμαι η μάνα μου
που φωνάζει υστερικά σαν τη δικιά σου.
Δεν είμαι ο φίλος σου,
που έχει ίδιο χρώμα μάτια με τα δικά σου.
Δεν είμαι η αδερφή σου και ούτε η ψυχή σου,
το πνεύμα σου ή η διαταραχή σου,
δεν ήμουν στην τάξη σου
προφεσόρα ντόκτοράς σου,
δεν είμαι το σώμα σου,
το στόμα σου
ή η αναπνοή σου.
Δεν είμαι τα λόγια σου,
η τρέλα ή η λογική σου.
Δεν είμαι ο αντίλογος στην απομόνωσή σου,
δεν είμαι το φερέφωνο μες στη σιωπή σου,
δεν είμαι το τίποτα στην ολότητά σου
και ούτε και το άπειρο μες στη μοναδικότητά σου.
Δεν είμαι ο αφαλός στην κοιλιά σου,
δεν είμαι το σχοινί στη θηλιά σου,
δεν είμαι ο γόρδιος δεσμός ή το μαχαίρι στην καρδιά σου.
Δεν είμαι ο κόμπος στον λαιμό σου,
ο έρωτας στο στομάχι σου,
ή το κλειδί στην κλειδαριά σου.
Το αντίβαρο στο ηθικό στην ακμή της ηλικίας σου.

Είμαι ακόμα εδώ και δεν είμαι δικιά σου.

 

Wednesday, November 18, 2020

 

Είναι μέρες που τρεμοπαίζουν τα βλέφαρά μου

σα χάρτινες βεντάλιες κάτω απ' τη βροχή,

κλείνω τα μάτια κι ανοίγω το τριανταφυλλένιο μου κουτί.

Κι αν βρω μια στάλα ελπίδα,

δίχως να σπαταλιέται στην καταιγίδα

με τυφλή ανυπακοή,

φέρνω ένα γύρω βόλτα μέσα στη βουή

και απεκδύομαι την αδιόρατη ντροπή.

Που ούτ' ένα αγκάθι πάνω του δεν έχει μείνει

να μου θυμίζει την οιμωγή.

Από την πάλαι ποτέ σφραγισμένη με οδυρμούς πληγή.

Ένα γεράκι μου κλείνει το μάτι και χορταριάζει ευθύς η γη.


Saturday, November 14, 2020

Mind you, me-lip reader milk moustache

Σ' έψαξα μες στο μυαλό μου και σε βρήκα,
να διαβάζεις τα χαμένα μου ποιήματα.
Ένα, ένα, όλα, και μετά,
απ'την αρχή μέχρι το τέλος, ξανά.
Χωρίς φωνή, απανωτά.
Κι όχι πως είχες μείνει άφωνος, μα να
δεν ήθελες να σ' ακούσουν οι μπάτσοι της τέχνης.
Υπάρχει όμως ξέρεις κι αστυνομία σκέψης.
Κι αν δεν το ξέρεις, όσο ζεις μαθαίνεις.
Δε σκότωσες την αγάπη μου, εντέλει,
γιατί είναι αθάνατη και όλα γάλα μέλι.

Monday, November 9, 2020

 

Και θα σου πω κάτι να το θυμάσαι.

Ή να ξεχάσεις πως το ξέχασες κάποτε.

Όταν η τραχιά κορυφογραμμή του ορίζοντα,

σπάσει σε λείες κρυστάλλινες σφαίρες,

που αγκαλιάζοντας τις περασμένες μέρες,

τρυπάνε τον ήλιο για να ξεχύσει τις ματωμένες του ακτίνες,

γέρνοντας, νέος ακόμα,

στου ουρανού το αειθαλές στερέωμα,

πέφτοντας, όπως στη γη τα κόκκινα φύλλα,

να σβήσει μες στην κρύα θάλασσα,

η νύχτα βασιλεύει με σκήπτρο τον αιώνα.

Και το εκκρεμές που ηχοδοτεί την ώρα, δίνει αγώνα.


Tuesday, October 6, 2020

 Όταν δε μπορείς να κοιμηθείς,
κλείνεις τα μάτια κι ονειρεύεσαι πως το κάνεις.
Και όταν αρμέγεις τις λέξεις,
να τις ανακατέψεις με μέλι,
μονορούφι να τις πιεις,
ξέρεις πως λάκτινοι σταλακτίτες,
σπάνε ρευστοί,
πάνω σε μια ρουμπινένια καρδιά αρραγή.
Κι ο ήλιος χαράζει τη γη.

Ubiquiet

Όταν θα μπορείς ν’ ανασαίνεις ελεύθερα,
θα σκεφτείς λίγο κι εμένα.
Με την κομμένη πνοή
και την ψυχή στο στόμα.
Που δε φίλησα.
Με τα ιδρωμένα χέρια που δεν άγγιξα
και το λαχάνιασμα που δεν πρόκαμα.
Να φτάσω.

Κι αν εσύ δεν είσαι εγώ,
είσαι σίγουρα εδώ.
Γύρω.


30-9-20


Monday, September 21, 2020

O fortunatos nimium sua si bona norint, agricolas

Είμαι ερωτευμένη μ’έναν άγνωστο που αγαπώ,
κλείνω τα μάτια, αφουγκράζομαι μάταια το κενό,
τ’ ανοίγω, ακούω θεία μελωδία κι επαγρυπνώ.
Στης νάρκης τυλιγμένη τον πυρετό,
μη και χορέψω στης αρκούδας τον ρυθμό.
Και μες στου κατακαλόκαιρου τη ραστώνη,
με βήμα νωθρό πάνω στο μαύρο χιόνι,
σαν πυροβάτης αλαφροπατώ,
με ήθος ακμαίο όσο ηθικό,
τα σημεία των καιρών ν’αφυπνίσω,
υποδαυλίζοντας το υποφαινόμενο εγώ.

Και μοχθώ, και μοχθώ, και μοχθώ.
Να υποκαταστήσω το υπεραστικό,
με το πέρας του χρόνου.

-Παρακαλώ;

Thursday, September 17, 2020

 Όταν δε θα γράφω με ρίμα,
και η ρωγμή των λέξεων θα 'χει σπάσει του ήχου το φράγμα,
οι λέξεις θα διαβάζονται σαν ανάγλυφα σημάδια.
Γιατί το ορατό περιορίζεται από τον χρόνο,
και το αόρατο πλανάται στον αέρα κάπου.
Δε μπορώ να πω κάτι απτό,
γιατί η φωνή μου σπάει κι αυτή,
σαν ποτήρι με κράση ασθενή.

Monday, September 14, 2020

X-cu(r)sed

Deer hunter, Dear haunter,

Bury my hurt in your burry heart,
Whet enough the berry dart.
Bed of rose is all my art,
Wood of sun that bled the hart
Who needs (h)ero(e)s in a place like this dear?
Does need he-roes deer.

27-2-06

Saturday, September 12, 2020

Αnon

Κρατάς με δυο χέρια τη λαβή στα γυμνά σκαλοπάτια, 
που καθισμένος θώπευσες τη μετάνοια με τα στεγνά σου μάτια. 
Πριν κοιτάξεις εμένα. 

Πριν ακούσεις φωνές, η δική μου ήταν η μία, 
που βολιδοσκοπούσε με πυγμή 
την εκεχειρία.  
Ή ανακωχή; 

- Ειρήνη με λένε, εσένα ;

Monday, September 7, 2020

 

“Μ’ έχεις ονειρευτεί ποτέ;” ρώτησα.

Κι έσφιξες τα χείλη σου ανεμπόδιστα.

Έκλεισα τα μάτια και θυμήθηκα:

“Ούτ’ εγώ σε ονειρεύτηκα ποτέ” ψιθύρισα.

Και άνοιξες το στόμα.


Ακούμπησα το δάχτυλό μου στο δικό μου,

και συνέχισα:

“Μόνο όποιος μ’αγαπήσει,

αληθινά,

τα μάγια θα λύσει,

έναν καιρό και μια φορά.”


Έγνεψες καταφατικά,

χαμογελώντας αινιγματικά,

κι έπειτα η σιωπή

σκέπασε τα πάντα.

Γλυκά.

Saturday, August 29, 2020

Ανοίγω τα μάτια και είσαι εδώ,
το χέρι μου μες στο δικό σου σα φυλαχτό.
Κλείνω τα μάτια κι αρθρώνω μια λέξη,
τ' ανοίγω,
τα δάχτυλά σου στα δικά μου έχεις πλέξει.
Κλείνω τα μάτια,
ακούω "σ' αγαπώ",
τ' ανοιγοκλείνω,
για να πειστώ,
είσαι εδώ;

Saturday, August 22, 2020

XANAX

Αν ένα βλέμμα στον ουρανό,
μπορούσε ν' απαλύνει τον πόνο,
θα άρμεγε απ' τους γαλαξίες δάκρυα η αιχμή του δόρατος,
καθώς τρυπάει την κοιλότητα του νου αδιόρατος.
Κείνη την ώρα που ο ήλιος χύνεται και σβήνει μες στη θάλασσα,
σαν τη σταγόνα αίμα που διαλύεται νωπή σε μια σύριγγα,
ενώ εσύ, άηχος κι άφαντος, αναφωνείς, "Αγαλλίασα!"
Με τα φρένα σώα.
Και θες να με ρωτήσεις πάλι την ώρα.
Στ' όνειρό μου χτες τη νύχτα,
ναι, νομίζω την ξαναείδα,
σα Δαμόκλειος σπάθη κρεμόταν απ' του ρολογιού της ζωής την αλυσίδα,
κι ένα εκκρεμές αντηχούσε στα τυφλά μέσα από μια σπασμένη πυξίδα.
Κι έστρωσα το κρεβάτι μου ξανά.
Και ξανά. Και ξανά.
Ώσπου ήρθε και με βρήκε το πρωί με τον Μορφέα αγκαλιά.
Πίσω από μάτια μισόκλειστα να τον ταΐζω φιλιά,
σαν μέλι ήταν ρευστά και
όνειρα γλυκά.

Sunday, July 26, 2020

Και κούνησες τα χείλη σου σε είδα, με τα μάτια μου δεμένα, καθώς αποτιμούσα τον έλικα απ' τη σπείρα. Κούνησες τα χείλη επιτημιτικά, κι είδα τη φωνή σου ν' απλώνει στον αέρα, ανάμεσα σε μάτια ερμητικά αόρατα.  Και όταν άνοιξες το στόμα, ξεχύθηκαν πυγολαμπίδες, να κλείσουν της απαστράπτουσας νύχτας τις τρύπες, και είπες:
"Δε μπορώ να μιλήσω", το άκουσα, το είπες,
"μ' ακούς;", συνέχισες,
"μπορείς να μ' ακούσεις;" ψιθύρισες,
"ΠΕΣ ΜΟΥ ΟΤΙ ΜΠΟΡΕΙΣ", βροντοφώναξες.

-Μπορώ. Εσύ μπορείς;
-Τι είπες;
-Μίλησες;

Sunday, July 5, 2020

Άκουγα τα σύννεφα να εκρήγνυνται με μανία,
πάνω απ' την τυφλή οργή της φωνής σου τον μανδύα,
κι όπως μια σκεπή που τρίζει όλο αγωνία,
σαν το χιόνι που τη ντύνει, λιώνει χωρίς λαγνεία,
"Ψηλή σηκώστε στέγη ξυλουργοί",
σκέφτομαι και στέκω προσοχή.

Tuesday, May 26, 2020

Θ' ανάψω ένα τσιγάρο στ' όνομά σου, Γιώργο,
να το καπνίσω ολόκληρο κι ας ζαλιστώ,
σαν από κρίση πανικού πασχίζοντας ν' αναπνεύσω,
κι ας το 'χω ξαναδεί το έργο, ούτ' ένα λιποθυμικό επεισόδιο,
να με κρατάει ζωντανή μες στον άοσμο φόβο.

Thursday, May 14, 2020

Στον Κ.

Στράγγιξα τα μάτια μου μες στην άβυσσο.
Κι όπως αναστέναξες και για μια φορά
κατάφερα να σ' ακούσω,
θυμήθηκα πως δεν είσαι τροχονόμος,
μόνο πεζός σε δρόμο απότομο όμως.
Τσιμπήθηκα να δω αν ονειρεύομαι,
κι αφού δεν πόνεσα,
μάλλον ακόμα τον ύπνο του δικαίου θυμάμαι.

Saturday, May 9, 2020

Μολυβένια Λόγια

Πάρε τηλέφωνο και πες μου κάτι,
που ν' ακουστεί,
σαν την πιο φιλική σου συμβουλή,
κρατώντας την ανάσα σου κι ενός λεπτού σιγή.

Πάρε τηλέφωνο και πες μου κάτι,
μ' αυτοπεποίθηση αφοπλιστική,
όσο ο δείκτης σου βολοδέρνει
στου ανέμου τη ριπή.

Πάρε τηλέφωνο και πες μου κάτι, βαρύ,
με χείλη σφιγμένα και πνιγμένη φωνή,
ενώ το στόμα σου ανοιγοκλείνει
σαν ξέπνοη γροθιά χωρίς χειρολαβή.

Πάρε τηλέφωνο και πες μου κάτι,
με στεντόρεια κραυγή,
καθώς κλείνεις τ' αυτιά σου
μες στη σβησμένη οχλοβοή.

Πέφτει η νύχτα, σηκώνεται αεράκι, κι ένας τρελός μονολογεί:
"'Επεα πτερόεντα κι άκρα του τάφου σιωπή".

Friday, May 1, 2020


Ανεβάζω παλμούς,
σα ν' ανασύρω από τη μνήμη ξεχασμένους λήθαργους,
στης άπνοιας την ύπνωση που ξυπνάει Κέρβερους,
και ολοταχώς με του ήχου το φως,
οδεύω πεζοπόρος εκεί που ξεδιψά ένας λυγμός.
Κι αφήνει το αποτύπωμά του ο ασθενής γιατρός.
Παίζοντας πρέφα χαμογελαστός.

Κενέ και όχι

horror vacui


Αναποδογυρίζω την υδρόγειο σφαίρα,
και κλείνω τα μάτια,
τη στριφογυρνάω και περιμένω να δω,
που θα πέσει η ουρά απ' τον χαρταετό.
Κι ο κλήρος σε ποιον,
πάντα πανταχού παρών.
Και σκέφτομαι και λέω: "Aν άνοιγαν οι ουρανοί,
θα έκλειναν το βλαμμένο στόμα τους πολλοί. Ουραγοί."
Αλλά έχει μόνο θάλασσα η γη.
Και δεν ήρθε ακόμα -που 'ναι την-
κείν' η γυνή, κυνηγημένη
να βάλει φωτιά κι αλάτι στην πληγή.
Κι ο Κώστας λέει: "Δε με λένε έτσι.
Κάποιοι με λένε όμως μπάτσο, σου αρέσει;"

29-4-20

Wednesday, April 22, 2020

Αν έγραφα για κάτι χωρίς να το ξέρω,
αυτό θα ήταν οι χαμένοι φίλοι που την απουσία τους αίρω.
Κι αν οι φωνές τους απηχούν ακόμα,
είναι γιατί δε βρέθηκε σιωπή που να τους κλείσει το στόμα.
Και ποια μορφή να συγκριθεί μπορεί,
με τη σκια,
που άφησαν αυτοί σαν το αεράκι που φυσά,
στου σούρουπου τα μάγουλα τα ντροπαλά.
Κάτω απ' την πρωινή δροσιά,
χλωμιάζουν και φεγγοβολούν νωπά.

Friday, April 10, 2020

Φασισμός: Πολιτεία και Βιος

Σαν μια πνοή στο διάπυρο διάστημα,
που κατατρώει της γης την ανάσα,
πορεύεται ο μακάριος πτωχός στης εποχής το πνεύμα,
που σπέρνει ο μακάβριος χορός μ' ένα του μόνο νεύμα,
τροφή για τα σκουλήκια η θεία κοινωνία τελευταίο γεύμα,
πλατωνικό συμπόσιο πρώτ' αγορεύω κύτταρο νοσηρό,
στόχος ο αγκυλωτός σταυρός - ειδεχθές το ιδιώνυμο,
κράτος δικαίου, παρακράτος και κακό.

Sunday, January 12, 2020

Kiss off

Αν είχα φτερά και τα άνοιγα θα έκρυβαν εσένα μεσα,
Αν είχα μιλιά και δεν την κατάπινα θα πνιγόμουν απ’τη σιωπή που μέσα της κούρνιασα,
Αν είχα ένα λεπτό ζωής ακόμα,
Θα τρόμαζα τον θάνατο με μια κραυγή πως σ’αγαπώ από πάντα,
Αλλά ο χρόνος τελειώνει και πρέπει να γράψω τον επίλογο τώρα.

Λες πως είμαι νέα, μα γέμισα ρυτίδες καθώς σε περίμενα,
Όπως και σε περιμένω ακόμα αγέρωχα,
Ξέροντας πως δε θα’ρθεις ούτε για μία ώρα.
Κι όπως δεν είμαι ελπίδα, για να πεθάνω τελευταία,
Για σένα πέθανα πριν χρόνια,
είμαι θαμμένη ζωντανή κι ούτε που το ‘χα καταλάβει ως τώρα.
Γιατί εκείνο που δε βλέπουμε, είναι αυτό που δεν κοιτάμε στα μάτια, κι όμως αυτό μας παρακολουθεί ασκαρδαμυκτί και άυπνα.
Το σκοτάδι φέγγει μες στο φως,
Όπως σ’ένα νεκροταφείο ο ζωντανός.

Σαν ακροβάτης που σχοινοβατεί , μετέωρος πάνω απο θάνατο και ζωή, αδράχνω το κοντάρι που ισορροπεί ζυγίζωντας ισότιμα τρέλα και λογική, αδράχνω το κοντάρι και το κάνω κουπί, για να διασχίσω το ποτάμι απ' την πηγή που ρέει πορφυρό γλυκό κρασί.

Σαν τον Βαλέντα στην κοίτη του Αχέροντα, βυθοσκοπώ,
την κούπα από το τραπουλόχαρτο γεμάτη αφρό,
και κολυμπάω με ρεύμα αρωγό, 
σκίζοντας κύματα ηλεκτρισμένα όλο ατμό,
για να εξαγνίσω τη φωτιά, τον καλό αγωγό.

Σ' έναν σπασμένο καθρέφτη, όπου ο καπνός σκαρφαλώνει σαν τη δενδρογαλιά πάνω στ' αμπέλι,
ο ήλιος κατοπτρίζεται κι έχει αντικρυστά την αγχόνη.

Μια γριά γνέθει σχοινί, κι αυτή τη γρια τη λένε Άτρoπο,
έχει τα μαλλιά της χιονάτα, λυμένα και πλεγμένα στον αργαλειό.

Σάβανα και κρέπια στήνουν χορό,
γύρω απ'το μαγιόξυλο το μαγικό.

Κι ενα φιδοπουκάμισο πατημένο, 
στο χώμα γίνεται χοή τ’ανθισμένο,
ποτίζει τη γη για να 'ρθει η άνοιξη,
λιωμένο λίπασμα που θρέφει τον πάγο.

Κι όσο οι παπαρούνες ριγούν απ΄τον άνεμο,
στα ριζά κάποιου δέντρου θα σταθώ,
να ξαποστάσω λίγο κάτω απο αίθριο ουρανό,
-κλαδιά για σκεπή, και το ψιθύρισμα των φύλλων με νανουρίζει σαν παιδί,-
έχω αποκοιμηθεί, τ’αόρατα χέρια του αέρα με ντύνουν σα να 'μουν γυμνή,
ο κορμός του ανατριχιάζει απ'τη ραχοκοκαλιά μου,
και τα λουλούδια του ραίνουν τη σιωπή με τη λαλιά μου:

"Δεν ήταν άγγελος θανάτου αυτός, αλλά μου χαμογέλασε με το χαμόγελό σου όλο φως, μελωδίες σκιαγραφούσαν τις γωνίες των χειλιών του, κι οι κεραυνοί που παραμόνευαν στο βλέμμα του, ήταν απ' το δικό σου, μάτια πυρσοί, γλώσσες φωτιάς που σε τυλίγουν θαλπωρή, εικόνα που σφραγίζεις στην καρδιά σου μ'ένα υγρό φιλί. "

Σα βουλοκέρι με άλικο ανάγλυφο που κλείνει ένα γράμμα στη γλώσσα των τυφλών,
τα κύματα του ήχου θα ψηλαφίσω μέσα μου, λίγο αφότου την κραυγή μου καταπιώ'
το σώμα μου φράγμα σειρήνων κουφό.

Κι αφού τ' όνομά μου σου φέρνει ναυτία, 
του Κανένα την οδύσσεια αναπολώ με νοσταλγία.
Κι αφού η φωνή μου σου φέρνει εμετό, 
το στόμα μου θα κλείσω με έναν ασπασμό.
Κι αφού τα χείλη μου βάφτηκαν απ' το φεγγάρι το χλωμό, 
θα τα δαγκώσω να ντυθούν με αίμα πορφυρό.

Κι όπως αυτό θ' αργοκυλάει ζεστό, 
την καρδιά μου την ξεγυμνωμένη θα αφουγκραστώ.

Πάγωσαν οι παλμοί της ή ακόμα ζω;

20-12-17