Και πώς μπορείς να νιώθεις νεκρός,
αφού ένας νεκρός δε νιώθει,
καν πως δεν είναι ζωντανός.
Και για ποιο αδιέξοδο μιλάς συνεχώς,
τι πρωτότυπο, αγγλικός ορισμός,
όταν η αρχή είναι το ήμισυ του παντός.
Ξεκίνησες καλλιτέχνης και καταλήγεις (+)κριτικός.
Δεν έχεις μάτια στην πλάτη,
μα τι ωραία που τυφλώνει η φρεναπάτη,
κι ο έρωτας περνάει απ' το στομάχι,
μόνο αν είσαι νηστικός.
Λέω "νευραλγικός"
μπας και με καταπιεί ο πόνος, ωμός.
Δε θα πιω νερό στο όνομά σου όμως.
Μη και δαγκώσω το ποτήρι κι ασπαστώ σαν πιστός,
τη γεύση του αίματος που αφήνει ο οίνος, νωπός ,
ευλογημένα εύγλωττος σε βάπτισμα πυρός.
Νάμα ανείπωτης σοφίας, σιωπή ιχθύος
και υδροχοϊκός αστεϊσμός.
Της στεπας ο, σκυθικός αμνός σκυθρωπός.
Η άμμος στην κλεψύδρα που κρυσταλλώνει ο κεραυνός.
Η κρούστα απ' την πληγή που κλείνει ο χρόνος,
μα τι θεράπων ιατρός!
Ράμματα θρέφουν λόγια μασημένα,
το τατουάζ γράφει "έπεα πτερόεντα"
κι η γλώσσα κομμένη απο δόντια σπασμένα,
να πιπιλάει την καραμέλα
«μη σύρεις αλλά έλα»
με άνευ σημασίας αφορμή,
μα αιτία ανάγλυφη κι απτή,
(πνίγεσαι σε μια κουταλιά
μαύρο συκώτι η κόκκινο κρασί?)
γλείφοντας βουλωμένο γράμμα,
φορμόλης ανεπαίσθητο άγγιγμα,
ασφράγιστο ακόμα και προσάναμμα.