Thursday, March 28, 2019

1-3-16

Θα μπορούσα ν'ακούσω την Αλφονσίνα στη θάλασσα,
στολισμένη με κοχύλια που αντανακλούν του ωκεανού τα βογγητά,
Στης Φρίντας τα λημέρια ν'αγκιστρωθώ σα σφαίρα,
να βυθιστώ μες στα ανάγλυφα απο ουλές της χρώματα βαθιά.
Να σφουγγίσω με τα μαλλιά μου το αίμα του Λόρκα,
να μου μάθω ισπανικά τραγούδια για να σε νανουρίζω γλυκά,
όπως τον Τσε Γκεβάρα η αιωνιότητα, με τα μάτια ανοιχτά.
Θα μπορούσα να τα κάνω ολ'αυτά κι άλλα τόσα,
αν δεν έκλειναν τα μάτια μου τώρα απ'τη νύστα.

Εις το επανιδείν, στης ρεαλιστικής ουτοπίας το νυν.

Wednesday, March 27, 2019

AMOR VINCIT OMNIA SUNT COMMUNIA

 HASTA LA VICTORIA

Ανέπαφοι αρμοί με συνδετικό κρίκο μια γροθιά,
σφιγμένη κι ανυψωμένη,
τον αέρα διακορεύει,
 και σου τρυπάει τ'αυτιά.

Σαν το κουδούνι που χτυπάει και μι' αρμαθιά κλειδιά,
 σπάει τη μπουκαπόρτα σ' εβένινο κατάστρωμα,
δάκρυα να πλημμυρίσουν πριν βυθίστει η εικόνα,
σε λέξεις που δε λεν να βγουν από αγαπημένο στόμα.
Φιλιά σφύζει η ζωή και κόκκινο αγώνα.

Κι έτσι ασπάζομαι του εγκαστρίμυθου τη φωνή,
που σ' αναφιλητά ξεσπάει καθώς φυλλομετράει τη σιωπή ,
ΖΗΤΩ Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ουρλιάζει χωρίς να έχει αρθρώσει
συλλαβή.

Agape

Jusqu' ici tout va mauvais sang


L' éducation sentimentale


Jeu-ne te hais


Σε μισώ.
Ψάχνω λέξεις να εκφράσω με ρυθμό,
πιο ποιητικά αυτό που νιώθω, τον ανείπωτο θυμό,
αλλά στέρεψα απο δαύτες κι από έμπνευση μαθές.
Στεφανώστε με με δάφνες, τον μισώ,
όπως δε μισεί τους νομοταγείς η χωροφυλακή,

στο κλεινόν άστυ, όλο πεζο-πορείες και πατημασιές.
Όπως μισούν τ' αφεντικά τους συνδικαλιστές,
κι όπως τον πόλεμο μισούν οι λιποτάκτες.
Όπως η εκκλησία μισεί τους αποστάτες
και ο στρατός στασιαστές κι επαναστάτες.
Κι ακομα σε μισω, οπως το μισος μισει τα μισολογα κι οι δυο τον μονολογο.
Και σε μισώ με μίσος παράφορο και πάθος φλογερό.
Ως κι ο αυλός του Πάνα χλωμιάζει μπροστά στο μίσος αυτό.
Δέρνει ο άνεμος δρέποντας τους καρπούς από θέρος ωχρό.
Και σε μισώ, όπως την αφαίμαξη χέρι αναιμικό.
Και γράφω για να κατευνάσω το μίσος μου τ' οχληρό.
Μα όσο γράφω άλλο τόσο σε μισώ, σε μισώ, σε μισώ.


 20-7-18

27-3-04

Να κλείσω τα μάτια με κρατημένη την ανάσα,
σα να σε φιλώ χαμένη στην αιωνιότητα,
στα χείλη σου να μείνω κολλημένη για πάντα.

Μ'αυτή τη σκεψη κοιμήθηκα,
και με τη γεύση του ονείρου στο στόμα.
Να ξαναξυπνήσω δεν ήθελα, μα όταν άνοιξα τα μάτια,
όλα είχαν χαθεί σε μια αχλή από ενάργεια.


6-6-18

Monday, March 25, 2019

25-2-15

Αρμέγω το μελάνι απ'τα μάτια μου που χύνεται σα μέλι,
και το καρτερικό μου στόμα ξεδιψά με απελπισμένη προσμονή,
πώς να γευτεί πια τους λαγαρούς χυμούς που η γλώσσα σα φωτιά,
γλείφει ίδια μέγγενη μια καρύδα,
εκείνη που 'μου χες κάνει δώρο σε κάποια
απ'τα πόλλα μου γενέθλια,
κι η στάχτη που ακόμα καπνίζει,
ρουθούνισμα λύκου που στοργή αναβλύζει.

Και τώρα θα πεις "δεν καταλαβαίνω τι γράφεις",
Και ναι πες το ίσως σωθείς,
από την ευτελή πράξη μιας ασέλγειας τόσο πεζής,
όπως το να γκρεμίζεις τοίχους με γυμνά χέρια,
μέσα απο αραχνούφαντα πέπλα υποταγής.
Τα ράσα δεν κάνουν τον παπά βέβαια,
ούτε τα πετραχείλια,
ας εστιάσουμε στην πέτρα και την ασφυξιογόνο μάσκα.

Τι; Θες να πεις πως είναι δακρύβρεχτη;
Όχι η ωραία κοιμωμένη,
αυτή κοιμάται του καλού καιρού,
με το 'να πλευρό μελανιασμένο,
απ΄τον αδυσώπητο (σαφώς) χρόνο,
που δε λογαριάζει ούτε το προσκεφάλι του νου,
και βλέπει στ' όνειρό της το ξύπνημα του δίκαιου τυφλού.

Saturday, March 23, 2019

Αιμο-Ροΐδης εν είδει Αρχί(μη)δης


Σκατά σε όσους δε λέρωσαν τα χέρια τους με της δουλειάς το αποτύπωμα,
που σου τσακίζει τα κόκαλα όπως η δαγκωμένη γλώσσα,
με το αίμα που καρυκεύει το ψωμί που βγάζεις αναίμακτα. 

 9-11-14

Η αλήθεια είναι πως θέλω να κοιμάμαι μέχρι να πεθάνω γιατί στο όνειρο μέχρι κι ο ύπνος βρίσκει καταφύγιο,
κι αν είναι αλήθεια τα παραμύθια και η ωραία κοιμωμένη κοιμόταν εκατό χρόνια, εγώ πρέπει να νιώσω άσχημη τώρα. 
Αντί γι'αυτό νιώθω πτώμα στην κούραση και ζωτικό μέλος μιας εργατικής τάξης που σφυγμομετρά το χρόνο στον αδιάρρηκτο κυτταρικό ιστό του αναπηρικού της έργου. 
Παραλύω και μόνο στη σκέψη πως ανήκω επιτέλους κάπου, μια τάξη σχολείου θα είχε σαφώς άλλη άποψη, αλλά το πετσί μου που το ζει ανατριχιάζει στα αδελφικά συναισθήματα που μου εμπνέει η συνείδηση αυτή. 
'Ομως προσοχή! Οι ασυναρτησίες δεν είναι ποίηση, αν και η ποίηση δε βγάζει νόημα όπως και να 'χει, 
εκτός αν είναι μουγκή απευθυνόμενη σε κουφό κοινό που έρπει, 
πανανθρώπινη, παρόλο που το μόνο που τη χωρίζει απο την πανίδα του χλωροτάπητα είναι πως δε φυτοζωεί αλλα μηρυκάζει. 
Μια στιγμή, μόλις θυμήθηκα πως είμαι άυπνη.

Κι αν ο μονόλογος του Άμλετ είναι η μόνη λύτρωση,
let it be.
1-10-16

12-11-14


Άρχισες να σκέφτεσαι ανόρεχτα τη διαφορά του ψωμιού με το παντεσπάνι,
όταν συνειδητοποίησες πως μια εδώδιμη  -ίδια γαρίδα-  απειλή,
σου σκεπάζει σαν  πηλίκιο το κεφάλι.
Το έξυσες και  σκέφτηκες τις μέλισσες.
Κι αναρωτήθηκες αν ο Μπωντλαίρ διάβαζε Ντεκάρτ όταν είχε αυπνίες.
Και σου 'ρθε στο μυαλό ο Άμλετ.
Και μετά ξύπνησες.

13-11-14

Άκουγα τη βροχή απ'έξω να ασθμαίνει, 
όταν σε είδα σα μέσα σ'όνειρο, 
με τον ιδρώτα στο ακτινοβόλο σου μέτωπο, 
ρονιά ρονιά να ξεθυμαίνει. 
Σφύριζες τον Καιρό των Κερασιών, λέει, 
κι ήταν άνοιξη σ'ένα ηλιόλουστο αμπέλι' 
εκεί κοντά στου Μάη τα τέλη. 
Έψαχνες σαν την αρκούδα για μέλι,
κι αναρωτιόσουνα τι να σημαίνει,
το τέλος της Δίκης που'χες διαβάσει το περσινό καλοκαίρι.

Sophie's choice

Και τώρα που ξάπλωσα στο διπλό μου κρεβάτι, 
σκέπασέ με με τ'αόρατό σου χέρι,
όσο εγώ θα διαβάζω δυνατά το ποίημα της Έμιλυ
στην άδεια θέση.

9-11-14

4-10-14


Θελω να δω τα ματια σου απο κοντα. Να μου χαιδεψουν το βλεμμα, που χει σκληρυνει απ' το κλαμα, κι αντι για την ψυχη μου αντανακλα, τη ματωμενη μου που εκανα πετρα απο ρουμπινια καρδια. Να κολυμπησουν μες στο τελμα μου σαν τα χρυσοψαρα στη γυαλα, που αρμενιζουν σε πελαγη ευτυχιας απ' την αγνοια' η μηπως απ' την αμνησια που ξεχειλιζει της Αχερουσιας τα νερα; Κι οπως θα στροβιλιζονται σε ληθαργο με ταχυτητα φωτος, λιγο πριν κλεισουν απ' τον τρομο του ιλιγγου που στενευει σαν αορατος  κλοιος, θα γινει κομματια ο ομφαλιος λωρος, γεννημα θρεμμα ιπποκαμπου ανδρειας, καβαλαρης των κυματων ναυαγος, για να φανει η υψικαμινος της αβυσσου, εκει που εξατμιζεται η μορφη μες στον καπνο που ντυνει τη φωνη σου.

ΛΙΚΝΟ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ


Τα χέρια μου έχουν σκάσει απ'το κρύο.
Και μου καλύπτουν το στόμα,
να κρύψουν την ανάσα μου για να μη φαίνεται ζεστή και σώα.
Γιατί τα μάτια μου δακρύζουν αθώα.
Και η δικαιοσύνη είναι ποιητική,
κι όχι υπέρυθρη ακτινοβολία,
για να μπορεί να δει το αίμα,
που σαν πουλί σε γυάλινο κλουβί,
κουρνιάζει στην παλάμη αμέριμνα. 
Και η κραυγή δε λέει να βγει,
λιμνάζει σα μια λέαινα,
με ματωμένα σαγόνια ετοιμοθάνατη,
στις όχθες του Αχέροντα.
Ήρθε, δε θα 'ρθει, έρχεται ακόμα.
Φτάνει και ξεμπαρκάρει σαν ετοιμόγεννη λεχώνα.
Εντάξει σκάσε τώρα.

Σκούζεις σαν σκουριασμένη αιώρα.

ΣΚΟΠΕΥΤΗΡΙΟ

ΘA EPΘEIΣ AΓAΠH MOY, 
ΣAN TO AEPAKI ΠOY XAIΔEYEI ME ΣTOPΓH TH ΓH, 
KAΘE ΠOY BPAΔIAZEI KI AKOYΓETAI AΠOKOΣMO, 
MEΣA Σ'AYTH THN KOKKINH AXΛY, 
TO AΛYXTIΣMA TOY ΣKYΛOY ΠOY ΣΠAEI ΣAN KOKKAΛO, 
THN EΚΤΥΦΛΩΤΙΚΗ ΣIΩΠH.
ΘA EPΘEIΣ KI OΛA ΘA ΓINOYNE ΓIOPTH.
ΤO AIMA THΣ ΠPΩTOMAΓIAΣ EXEI ΠOTIΣEI,
TO ΣTEΦANI ΠOY AΓKAΛIAZEI ΣΠΙΘΑΜΗ ΠΡΟΣ ΣΠΙΘΑΜΗ,
TH ΡΟΔΙΝΗ ΒΑΜΜΕΝΗ ΣΑΝ ΠΑΣΧΑΛΙΝΟ ΑΥΓΟ ΑΥΓΗ.

Είμαι το προβληματικό παιδάκι μιας τάξης που αγκομαχεί. Να ξεχωρίσει τον ηττημένο από τον νικητή. Μια μάχη με σκακιστική λογική, κι όχι κορμί με κορμί όπως θα όριζε η ανάλυση, που σκάβει τρώγοντας την ψυχή. Τρωτό σημείο μου η περσόνα, γι'αυτό είμαι non grata με λατινική καταβολή, σιέστα που σκιάζει δια της απουσίας της την εργατική μου περιβολή. Κι έτσι προτιμώ να ποζάρω γυμνή. Σαν άγαλμα κακοτεχνίτη που σμιλεύει ένα μοντέλο σε νεκρή φύση. Κι ο Πυγμαλίωνας να μειδιάζει, σαν τη Μόνα Λίζα που προσπαθεί. Να χαμογελάσει πάνω απο στρώματα χρώματος για να ξυπνήσει την τέχνη και να την κάνει ν'ακουστεί, σαν του Λαζάρου την ασθματική πνοή. Αναγεννημένη ανάσταση και ξανά απ'την αρχή. Το τέλος ενος μικρού θανάτου με κεταμίνης αρχή. Λούπα ψυχαναγκαστική. Αμφίρροποι στίχοι σε στοιχειού μουσική. Μακάβριος χορος που σκαλίζει, του γεωργού τον οίστρο για αναπαραγωγή. Κι ο χτίστης παντοδύναμος να έρπει σαν θεός πάνω στη γη. Τροχήλατος φλοίσβος που οργώνει την αστική φυλακή. Τ' αγουροξυπνημένα πρόσωπα να πέφτουν σαν καρποί, κι η βιοπάλη να σκύβει το κεφάλι, σαν το αίμα που ανεβαίνει, κι εξεγείρεται, πριν στους νόμους του Νεύτωνα τα πέλματα υποκλιθεί. Η συγχορδία να ξεχειλώνει, πριν τα χείλη του μέτρου ασπαστεί, στην κόψη ενος ξυραφιού να χορεύει, σαν τραυματίας πολέμου, μονόχειρας που βάζει το δάχτυλο στην πληγή. Κι ο χρόνος, ενας ταυρομάχος, να μας εμπαίζει όλους, πριν δώσει τη χαριστική βολή. "Η δουλειά απελευθερώνει". Και δεν είμαστε φυλακή. Σόρι. Για την τελευταία πρόταση. Δεν ήθελα ν'ακουστεί ετσι. Κι οι παντρεμένοι έχουν ψυχή. Εντάξει. Έχω ξυπνήσει απ'τις 6. ΑΠΟ ΤΙΣ 6 ΣΟΥ ΘΥΜΙΖΕΙ ΚΑΤΙ; Εμένα τον Μπωντλαίρ. Και την εργατική μου ανάταση με ταξικό μίσος ανάμειχτη, και ομοιογενή. Θα συνεχίσω την παρρησία την αμετροεπή, αν και δεν έχει νόημα η φλυαρία κι η ώρα πήγε 2 και μισή. Μετά τα μεσάνυχτα. Και πριν την τελική ευθεία, που κάμπτει την ηθική. Κι η γη δεν ειναι καμπύλη αλλα στρογγυλή. Κι ο ήλιος η ακτίνα του κύκλου που φαύλα επαναλαμβάνει μι' αξονική τομογραφία σε νερά αβαθή. Κι άλλωστε αύριο είναι μια καινούργια μέρα, όπως περίφημα δήλωσε κι η Σκάρλετ Ο’ Χάρα εν μέσω ανέμου κι όχι οφθαλμού ριπή. Γεια λύπη, καλό βόλι στη βολή. Φάση, καλή. Βίος ανθόσπαρτος με λίπασμα θανόντος ποιητή.

15-3-19

ΣΙΩΠΗ

"Τι χρώμα μάτια έχεις;" ρώτησε αυτή.
Και ήταν η σειρά του ν'απαντήσει, στην ερώτηση που είχε σπάσει,
σαν πάγο τη σιωπή.
-Τι χρώμα τα βλέπεις; Μην πεις διαφανή.
-Πες μου πως δεν είναι πράσινα μόνο, σε παρακαλώ. Πολύ.
-(Σιωπή).
Μια εικόνα χίλιες λέξεις και τα συναφή.
Και η σιωπή μιλάει με τα μάτια και λέει:
"Εν αρχή ήτο το σκότος. Κι εγένετο φως. Επώδυνος τοκετός."
Κι αυτή θυμήθηκε πως,
δεν ήταν ποτέ  καλή στ'αρχαία,
τα λατινικά της άρεσαν όμως.
Λούμ(π)εν. 3,14.
Η τριγωνομετρία δεν είναι αριθμητική,
κι απ' όλα τα μαθήματα,
τα μαθηματικά δε μπορούσε πιο πολύ.
Κι ο Αινστάιν πήρε νόμπελ στη φυσική. Τα πάντα σχετικά είναι.
Σχεδόν δηλαδή.
- Τι χρώμα μάτια έχεις;
-Ίδιο και στα δύο. Σου κάνει;
-Δεν ξέρω, αρκεί. Αλλα δε φτάνει ούτε περισσεύει, σα σταγόνα δάκρυ που πλημμύρισε το ποτήρι.
Τρικυμία εν κρανίω δηλαδή.
Και το κόλπο με το μισό-άδειο/γεμάτο καθόλου δεν την αγγίζει,
σαν αόρατο μαγικό γάντι που με τον χρόνο ξεφτίζει.
 Γιατί το ποτήρι έχει ολόκληρο πλημμυρίσει,
 και το συμπέρασμα καταλήγει στην άμπωτη κάτω από 'να φεγγάρι σε χάση.
Ας παίξουμε λοιπόν σκάκι, να δούμε ποιος θα χάσει. Εγώ λέω εσύ. Κι εσύ λες:
-(Σιωπή).

14-3-19
Κι έγειρε χλωμή η νύχτα,
νυμφία τ' ουρανού που κάθε βράδυ σαν αγρίμι αλυχτά,
με τ' άστρα στολισμένη κι όλα της τα κοσμήματα,
να πλέουν ξέπνοα πάνω σ' αόρατα δίχτυα,
και ξεσκισμέν' απ' το ρεμβασμό πανιά.
Την ονειροπαγίδα στο κορμί σου να φιλήσει,
με μάτια σφαλιστά,
οπού η φεγγαροφεγγιά με άσπρο πέπλο αιχμάλωτη,
σαν ψάρι σπαρταρά,
πριν δει μες απο φωτοστέφανο τις γωνίες του προσώπου σου,
να υφαίνουν μιαν αστραφτερή σκια,
και σαν παιδί σκιρτήσει,
ίδια ψυχή που λαχταρά,
του ήλιου τη ροδαλή δύση.

11-3-19
Αν  άφηνες τη σκέψη σου να πετάξει,
σαν αποδημητικό πουλί που στέργει τη φωλιά του κάπου άλλου να φτιάξει,
και άφηνες το σώμα σου κι αυτό,
να βαλτώνει μέσα σ'έναν μανδύα που σε βαφτίζει "μουρλό",
Δε θ'άφηνα ποτέ το χέρι σου να πέσει σ'αστάθμητα βάθη,
εκεί που κολυμπούν δεμένα πισθάγκωνα τ' ανεπανόρθωτα λάθη,
χωρίς το χαμόγελό μου να κρεμαστεί απ'των χειλιών σου το χείλος σ'απύθμενη έκσταση ,
ρωτώντας αν ποτέ θα μπορέσει, της παλάμης σου τις γραμμές να διαβάσει,
σ' εμβρυϊκή  σταση,
πριν την κραυγή απ'το στόμα σου μ'ένα υγρό φιλί σφαγιάσει.

Και θα κεντήσω το ατόφιο δέρμα σου με της ανέμης το αδράχτι,
να στιγματίσω ανεξίτηλα με του αίματος τη μελάνη,
πως σ'αγαπώ γιατί έχεις χέρια καθαρά και μάτια απλανή,
με βλέμμα που αγκαλιάζει σαν φτερούγα και περονιάζει τη σιωπή,
μ'απόσταγμα απο ευωδιαστά λουλούδια.

Και θα ενσταλάξω την ομορφιά σου στον καθρέφτη μου μέσα,
μ'αυτήν θα τον ξεπλύνω οπως τον άρρωστο μια αρωματική κομπρέσα,
κι εμπύρετη θα τρεκλίσω,
πριν μέσα στη μαγική μου σφαίρα την κλείσω ,
για να μπορώ να ατενίζω τη ζωή,
κάθε που την κοιτάζω έντρομη αλλά και ντροπαλή,
ακούγοντας τον ρόγχο του θανάτου που αργοπεθαίνει,
ασφυκτιώντας αναπόδραστα μες στης πνοής σου την αιώνια μέθη.

Διψώντας ολόκληρη, έχοντας κορακιάσει,
αχόρταγη σαν λύκος για έρωτα κι αγάπη.

4-3-19

Friday, March 22, 2019

L’oreille b-ace

Όχι πως ψάχνω για σωτήρα αλλά,
ειλικρινά πιστεύω πως εσύ είσαι αυτός που μπορεί,
να μου σώσει τη ζωή τελικά.
Γιατί το κάπνισμα βλάπτει σοβαρά.
Την υγεία, την καύλα,
και την επανάσταση φυσικά.
Κι ο Τσε Γκεβάρα δεν ήταν άγιος.
Αυτό το ξέρουν ως και τα παιδιά.

Το πόσο θέλω να σε μυρίσω, ένας, κάποιος,
οποιοσδήποτε θεός,
το ξέρει μόνο αυτός.
Και πόσο θέλω να σε φιλήσω,
δεν το ξέρει ούτε ο Έρως.
Ο τρελός.

28-2-19

Coup d'oeil de foudre par coeur


Σαν την Πυθία μασώντας πικροδάφνης φύλλα,
το χρώμα των ματιών σου προσπαθώ να οσφριστώ,
μες απ'τους καπνούς και το θυμίαμα,
σ' έναν καθρέφτη που όλο κάτι ψηλαφώ,
του Τειρεσία για ν'αγγίξω το αποτύπωμα,
του Κάλχα το ιερό σφαγίο να δω.

Το άκαρπο χώμα να σμίξω με νερό,
χοή για να κάνω στης λάσπης τον χυλό,
με μαυροδάφνη να λαξέψω τον νεκρό πηλό,
κι απ' το κιαροσκούρο να αναστήσω των ματιών σου τον βυθό.

Για να ανθίσει το δέντρο που σα Μέδουσα κοιτώ,
όσο θα σκαρφαλώνουν τα μαλλιά μου στον ασπόνδυλο κορμό.
Και τα κλαδιά του να με ντύσουν με τα φύλλα που νογώ,
μεσα σε αλλοπρόσαλλο, σκουριασμένο χρυσό.

Την οξείδωσή του εισπνέω σε αέρος κενό,
πριν πέσουν και κυλήσουν πάνω, σαν τον μαγικό,
της τύχης τον οδοντωτό που αυλακώνει τροχό,
στο σμαραγδί πουκάμισο της γης που τόσο αγαπώ.

Όπως το χρώμα των ματιών σου που αλλάζει (με) τον καιρό.

27-2-19

Opus

Αγαπώ το πνεύμα σου που εντός μου φέγγει,
σαν τη σελήνη όταν γλείφει τον ασβέστη.
Και τα κουφάρια, που με ρούχα φωσφορίζοντα λάμπουν μες στο σκοτάδι,
με μόνη τους παρηγοριά μια νεκροκεφαλή που αναμασάει το βράδυ.
Κι ο κουρνιαχτός απ'τα ουρλιαχτά ν'αναριγεί το αεράκι,
Κι αγαπώ το πνεύμα σου όπως τη σάρκα το κοράκι.

26-2-19

Bergman

Θα βουτήξω τα κέρινα με χιονίστρες δάχτυλα,
σε κεχριμπαρένια απ'του ήλιου τους μαστούς νερά,
και θ' αρμέξω το φως απ'τα λάκτινα σύννεφα,
να στο δώσω να πιεις, να γίνεις διάφανος, σαν αερικό που πετά.

Κι όταν μέσα μου μπεις απο έρωτα τυφλός,
να φωτίσεις της ύπαρξής μου το αόρατο σκότος,
σαν ίσκιος χλωμός, που επαληθεύει την υπόσταση του ζώντος,
θα είσαι ακόμα διάφανος και θα λιώσεις σαν πάγος.

24-2-19

Ditto

Πάμε. Οξυγόνο δύο υδρογόνο τρία, το νερό είναι ζωή και δημιουργώ,
την 5η διάσταση, την 6η αίσθηση και τον 7ο ουρανό.
Της κόλασης τα δέκατα και τον μηδενισμό.
Και καταστρέφοντας θεμελιώνω απ' της γης τον ιδρώτα που ξεριζώνει τον καιρό,
το δέντρο του καλοκάγαθου που έρπει στον χρόνο όλο κραυγή και κακό.
Κι ούτε ζητάω συγγνώμη που παραμιλώ,
σε ικεσίας βουβής το αδιέξοδο,
γιατί,
το χέρι μου έχει φράξει την αναπνευστική οδό,
κι όλο και χάνω τις αισθήσεις μου,
κερδίζοντας λίγη συνείδηση για όταν τη χρειαστώ.
Αναμασώντας λέξεις που τραμπαλίζονται στο κενό,
γεμίζοντας το στόμα μου, ας π(ι)ούμε στον βερμπαλισμό!
Δε βγάζω νόημα, πάρε τηλέφωνο τον γιατρό.
Ήμασταν συμμαθητές σε άλλη τάξη αλλά εγώ,
ακόμα πάω σχολείο για να προβιβαστώ.
Το πρόβλημά μου εντέλει είν' αυτό:
ΜΠΑΤΣΟΙ ΓΟΥΡΟΥΝΙΑ ΔΟΛΟΦΟΝΟΙ φωνασκώ.

Αχά καλό.
Το άλλο με τον Τοτό.

21-2-19

Thursday, March 21, 2019

Και σ' έφερε ο αέρας στον δρόμο μου αυτό, 
που τόσο καιρό ξυπόλυτη βαδίζω και παραπατώ, 
τα βλέμματά μας διαξιφίστηκαν σαν ίσος προς ίσο,
και σου 'πα πες μου την αλήθεια σε παρακαλώ, 
τα μάγια θα λυθούν μόνο αν κάποιος μ' αγαπήσει,
μου το 'πε σ'ένα όνειρο μια πληρωμένη με δάκρυα ρήση, 
και σου 'πα πες το μου κι ας πληγωθώ.
  
18-2-19
Αγεωγράφητες σήρραγες με απροσπέλαστα σύνορα,
χαρτογραφούν των ματιών σου τα ιερά βάθη.
Κι όποιος τα βρει, αυτός και θα τα χάσει.
Στημένο παιχνίδι, ένα δύο, τέσσερα ανά ζεύγη,
περιθωριακοί δραπέτες απ'του ονείρου τη λήθη,
συστοιχισμένοι σε θανάσιμη μέθη.

Μα ο νεκρός, όσο κι αν σε κοιτά, δε βλέπει.
Κι η αδικία που εξοργίζει, και η οργή που τυφλωνει,
δεν πάει ποτέ χαμένη.
Κι ούτε η ήττα κερδίζει.

Κι ο Τσε Γκεβάρα ζει,
μέσα σ'αυτή τη μέθεξη τη ρεαλιστική.
Στης αθανασίας το χνώτο τα χέρια του ζεσταίνει,
η σπίθα μες στα μάτια του άσβεστη φωνή,
τα λόγια που προφέρει ακόμη,
αιώνια μουσική.

Και η πνοή του είναι ποίηση,
που ευωδιάζει γιασεμί,
ποτέ δε θα πεθάνει,
ακόμα σου μιλάει,
τον ακούς;
Σε καλεί.

17-2-19
Τρισαγαπημένε μου,

θέλω να σου εκφράσω τον διακαή έρωτά μου. Που είναι ατελέσφορος προφανώς και μη ανταποκρίσιμος ολοσχερώς. Αλλά θα ξέρεις ήδη, ως καλλιτέχνης μουσικός, οτι μια εικόνα είναι χείλια που συνοφρυώνει ο ασπασμός. Στου πιστού αντίγραφου την εικονογραφία, δες Ρωμαίο και Ιουλιέτα για τα περαιτέρω παρελκόμενα. "Δεν είμαι λούμπεν κρου", είμαι λούμεν στον νου. Χους χωρίς το σου, απελθέτω τον Κύριο κι απεταξάμην τα ταμπού. Είμαι η οδός ειρήσθω και η πάροδος του ρου. Η ιστορία ενός λίκνου πολιτισμού. Ο λόγος ύπαρξης της ύπαρξης κι ο λύχνος του τυφλού. Κι είμαι εδώ και κείμαι αλλού.

 15-2-19

Στον Drugitiz

Έγραψα ένα γράμμα στην ανυπαρξία, 
και μου έγραψε πίσω κι αυτή,
πως υπάρχει ακόμα ελπίδα
και δεν είναι ούτε τυφλή.
Κι όπως καιγόταν το χαρτί, 
που μόλις είχα απολέσει, 
είδα την ελπίδα να εξατμίζεται άιφνης, 
εν οφθαλμού ριπή,
κι έκανα όλο αλαζονεία γονυπετής
μια προσευχή :
Να μην υπάρχει θεός για να την πυροβολήσει 
με το γάντι, 
όπως λέμε εξ'επαφής,
κι άλλωστε ο Μαρξ, 
ήταν κι αυτός υλιστής. 

13-2-19

ΟΡΓΗ

Όργωνε τη θάλασσα η πλώρη, 
σαν σ'είδα να καθέσαι εκεί,
σ'ενα ανοιχτό βιβλίο κοίταγες το γέρμα, 
 κι ανέπνεες τη σκόνη, κόκκινη κι αυτή.

Τα μάτια του ήταν πράσινα σαν άγουρα σταφύλια, 
το ζουμερό του στόμα μέλι απο πασσιφλόρα, 
μίλαγε κι άκουγα κύματα εκστατικά να σπάνε συνουσιαζόμενα σε χίλια,
μύρια, άπειρα μικρά στολίδια. 

 Μαργαριτάρια από την Ταγγέρη, 
δάνειζαν το χρώμα τους στο απαλό του χέρι,
αλέκιαστο από αίμα, αθώο σαν Άραβας σε κάποια παραλία στ' Αλγέρι,
κι η γλώσσα του κι αυτή, κρύα και ξενιτεμένη: "Τι πάει να πει ντροπή;" 

H ρωγμή που ανοίγει των ματιών σου 
η λαλίστατη σιγή. 
Κι η καρδιά μου που αθόρυβα, 
αιμορραγεί. 

Χτυπάω παλαμάκια μπας και κάτι ακουστεί.
Τα μάγουλά μου καίνε σαν κροταφική πληγή. 

31-1-19