Monday, April 8, 2024

Έρως

Με τη φωνή σου άγιο φυλακτό,
βλέπω το φως να κατατροπώνει το κακό,
κρέμομαι απ' τις λέξεις σου, το αόρατο στόμα σου φιλώ,
σκέψεις καλπάζουν άλογα στης θάλασσας τον αφρό.
Κι όσες φορές κι αν πω "σ' αγαπάω",
δε θ' ακουστεί, σαν ανήκουστη εις τα εντός προσευχή,
γιατί μονολογώ μονότονα και παραμιλάω,
ένας Οδυσσέας μου δείχνει τον δρόμο και τον προορισμό τον ξεχνάω.
Την τέχνη του να ξορκίζω τον θάνατο,
κι ολόψυχα να επιλησμονώ ότι πονάω,
και πόσο θέλω και ποθώ τα δυο μου χέρια που μέσα τους τώρα το κεφάλι μου κρατάω,
να σου δώσουν την καρδιά μου που χτυπάει ακόμα γιατί σ' αγαπάω.

Wednesday, March 20, 2024

Ο τρελός

Αγουροξυπνημένο αγόρι,
άλειψε το γυμνό στήθος σου μέλι,
να ημερέψει η πεινασμένη αγέλη,
με μια ηλιαχτίδα στο κυνήγι για την ίριδα πρόωρη.
Οι δρασκελιές της αλήθειας
λάμπουν στο φως της νύχτας,
πισωπατώντας με γαμψά νύχια,
πίνοντας απ' της σιωπής τα παραγάδια 
σε πηγάδια με μυστικά μύχια.
Η γη γυρίζει ολοταχώς,
και μια φρενοβλαβής πανσέληνος,
της άνοιξης δορυφόρος,
συγκλίνει με το γυάλινο στόμα
και τα κόκκινα μάτια που έχει ο τρελός.
Αναλύεται σε δάκρυα, ψυχαγκασμός,
οι λυγμοί του σπάνε σαν κατάρτι,
Αιόλου ασκός,
κι ένας τόσο ωραίος κέρινος λαιμός
χρωματίζει τις κραυγές του, οδυρμός.
Κύκνος στο φάσμα σκότους.
Συγκλονιστικός.

Sunday, March 10, 2024

Μαργαριταρένια ζάρια

Όνειρο που ήρθες μες από κραυγές, 
το "σ' αγαπώ" να μου πεις ψιθυριστά μα δε σάλεψες, 
όταν σου φώναξα τρέχοντας "έλα",
μες απ' τον κουρνιαχτό που στροβιλίζει τον πυθμένα.
Λύκου ουρλιαχτό στης αβύσσου το βλέμμα, κλείσε τ' αυτιά σου στις εμβοές,
τα δάχτυλα σου ένα ένα, 
γίνονται κέρινες γροθιές.
Σειρήνες με παλάμες ιδρωμένες, 
στεγνές χιονονιφάδες που παγώνουν τις καρδιές.
Και το αίμα.
Συναγερμοί και κώδωνες από γυαλί, 
η μοναξιά σπάει σαν τιμόνι χωρίς φρένα, 
ίλιγγος και ναυτία αλγεινή,
το αγκυροβόλι κουκίδα αλάργα στον ορίζοντα τρένα,
όσο ο πάγος λιώνει και λιώνει, 
και να' ναι τόσοι καπετάνιοι μόνοι χωρίς τρίαινα. 
Πόνος που μόνο δυναμώνει. 
Σαν τη φωνή που πνίγει η αγχόνη.

Friday, January 12, 2024

Reductio ad absurdum

Ανέβηκε στο πιο ψηλό κλαδί,
αγναντεύοντας το ηλιόλουστο πέλαγος με βλέμμα κατακτητή,
και βούτηξε με τη φαντασία του στο μπλε νερό,
κοιτάζοντας με προσμονή τον καθαρό ουρανό.
Και φίλησε τη γη με τα δυο του χείλη,
όταν έπεσε κάτω σε στάση παλαιστή.
Οι χαμένες του ελπίδες είχαν πετάξει
μα η ψυχή του ήταν ακόμα σκαρφαλωμένη εκεί.
Και δε χρειαζόταν να ψάξει να την βρει.

Wednesday, January 10, 2024

Φευ βολάν

Και πρέπει να φύγω είπε, 
όπως φεύγουν τα χελιδόνια για την Αφρική, 
όπως οι Βεδουΐνοι για το στερνό τους ταξίδι 
με μια στρώση άμμου στα πελιδνά τους χείλη, 
όπως η θάλασσα μετά την παλίρροια 
γλείφοντας τα δάκρυα από ένα κοχύλι, 
όπως μια νύφη μες στην ταχεία που βουίζει 
κουνάει με νοσταλγία αργά το λευκό της μαντήλι, 
πριν να αφήσει στο τζάμι μελίρρυτα το κόκκινό της φιλί, 
σα βουλοκέρι που τη μοίρα σφραγίζει 
σε άλικο γράμμα από άγραφο χαρτί, 
μέλαν σώμα ουράνιο σε γαλαξία διαυγή,
κενή επιστολή με μαύρη επιταγή, 
που δε θα φτάσει αλίμονο σε χέρια ασφαλή. 
 
Και πρέπει να φύγω σαν το χιόνι 
που ποτισμένο στο αίμα σιγολιώνει 
και σαν τη φωτιά που της βροχής τον στεναγμό αναλιγώνει 
και σαν την πεταλούδα που γίνεται ένα με την ανεμώνη 
μεσα σε πέταλα που αγγίζει με τη δαχτυλήθρα η μνήμη μόνη, 
και πρέπει να φύγω είπε,
σαν την ηρωίδα σ’ ένα έργο που τελειώνει, 
πρέπει να φύγω είπε πάλι 
κι ίσως να έφευγα αν ήμουν κάποια άλλη.