Monday, September 21, 2020

O fortunatos nimium sua si bona norint, agricolas

Είμαι ερωτευμένη μ’έναν άγνωστο που αγαπώ,
κλείνω τα μάτια, αφουγκράζομαι μάταια το κενό,
τ’ ανοίγω, ακούω θεία μελωδία κι επαγρυπνώ.
Στης νάρκης τυλιγμένη τον πυρετό,
μη και χορέψω στης αρκούδας τον ρυθμό.
Και μες στου κατακαλόκαιρου τη ραστώνη,
με βήμα νωθρό πάνω στο μαύρο χιόνι,
σαν πυροβάτης αλαφροπατώ,
με ήθος ακμαίο όσο ηθικό,
τα σημεία των καιρών ν’αφυπνίσω,
υποδαυλίζοντας το υποφαινόμενο εγώ.

Και μοχθώ, και μοχθώ, και μοχθώ.
Να υποκαταστήσω το υπεραστικό,
με το πέρας του χρόνου.

-Παρακαλώ;

Thursday, September 17, 2020

 Όταν δε θα γράφω με ρίμα,
και η ρωγμή των λέξεων θα 'χει σπάσει του ήχου το φράγμα,
οι λέξεις θα διαβάζονται σαν ανάγλυφα σημάδια.
Γιατί το ορατό περιορίζεται από τον χρόνο,
και το αόρατο πλανάται στον αέρα κάπου.
Δε μπορώ να πω κάτι απτό,
γιατί η φωνή μου σπάει κι αυτή,
σαν ποτήρι με κράση ασθενή.

Monday, September 14, 2020

X-cu(r)sed

Deer hunter, Dear haunter,

Bury my hurt in your burry heart,
Whet enough the berry dart.
Bed of rose is all my art,
Wood of sun that bled the hart
Who needs (h)ero(e)s in a place like this dear?
Does need he-roes deer.

27-2-06

Saturday, September 12, 2020

Αnon

Κρατάς με δυο χέρια τη λαβή στα γυμνά σκαλοπάτια, 
που καθισμένος θώπευσες τη μετάνοια με τα στεγνά σου μάτια. 
Πριν κοιτάξεις εμένα. 

Πριν ακούσεις φωνές, η δική μου ήταν η μία, 
που βολιδοσκοπούσε με πυγμή 
την εκεχειρία.  
Ή ανακωχή; 

- Ειρήνη με λένε, εσένα ;

Monday, September 7, 2020

 

“Μ’ έχεις ονειρευτεί ποτέ;” ρώτησα.

Κι έσφιξες τα χείλη σου ανεμπόδιστα.

Έκλεισα τα μάτια και θυμήθηκα:

“Ούτ’ εγώ σε ονειρεύτηκα ποτέ” ψιθύρισα.

Και άνοιξες το στόμα.


Ακούμπησα το δάχτυλό μου στο δικό μου,

και συνέχισα:

“Μόνο όποιος μ’αγαπήσει,

αληθινά,

τα μάγια θα λύσει,

έναν καιρό και μια φορά.”


Έγνεψες καταφατικά,

χαμογελώντας αινιγματικά,

κι έπειτα η σιωπή

σκέπασε τα πάντα.

Γλυκά.