Wednesday, November 15, 2023

Εφιάλτες

Αναμασώντας λόγια και καταπίνοντας σιωπές,
χειρονομίες και νεύματα που δεν είδες,
μια τυμπανοκρουσία υπνωτίζει τις ιαχές,
που σου τρυπάν με διαμπερείς κραυγές τα μηλίγγια.

Οι ακτίνες του ποδηλάτου μου ξεσκίζουν τις φτέρνες,
ξυπόλητα άλογα οργώνουν συρτά με ματσέτες,
κι ο αρκουδιάρης το ντέφι χτυπά σε ματωμένα πηλίκια.

Μια καταιγίδα σφυρίζει στον Δία,
οι κλέφτες μπαίνουν σ' ανήλιαγα σφαγεία,
και η βροχή που μαστιγώνει φοράει παρωπίδα θεία.

Tuesday, November 14, 2023

Λες δες

Κόβω βόλτες μες στις ράγες,
απαισιόδοξο τραγουδάκι που γράφει στροφές,
για όλ' αυτά που δε διάβασες,
όταν έσκισες το γράμμα μου χτες.

Οι δρόμοι γλιστράνε στα σκοτεινά,
σημαίες μεσίστιες αφήνουνε χνάρια,
μια μπάλα κλωτσάνε τα παιδιά,
και κάνουν ευχές σε σκουριασμένα λυχνάρια.

Και ξημερώνει μια σελήνη ολόγιομη ουλές,
κι ο πόνος είναι κόκκινος που αστροφέγγει στις καρδιές.

Saturday, November 11, 2023

3

Μ' ένα υγρό φιλί
για κάθε νεκρική σιωπή που ελλοχεύει,
και στόμα γεμάτο απ' το περσινό στυφό κρασί,
σε ρωτάω για το κυνήγι μ' όλο τ' ασκέρι
και μου απαντάς με ταπεινοφροσύνη πως δεν ήμουν εκεί,
θα μαδήσω μαργαρίτες να δω πού θα βγει.

Friday, November 10, 2023

2

Κρατάς την καρδιά μου στα δυο σου χέρια,
που 'ναι κόκκινα από λερωμένα μαχαίρια,
και ψιθυρίζεις πως μόνο μεσ' απ' αυτή μπορείς να με δεις,
γιατί τα μάτια είναι ο καθρέφτης της ψυχής.
Κι όταν κοιτάς ψάχνοντας στα σκοτάδια κάτι για να πιαστείς,
το βλέμμα σου χάνεται στον έρωτα που προσπαθείς ν' απεκδυθείς.
Για να με δεις και
-μην το πεις- 
μ' ένα βουβό νεύμα συστολής,
να σε καλώ σαν Σειρήνα να 'ρθεις.

1

Στα όνειρά μου ξεσπάει τρικυμία
κι εσύ είσαι πάντα εκεί, φρουρός με αϋπνία,
να μου κρατάς το χέρι στης θύελλας τη μανία,
σε μια αγκαλιά που με κρατά νηφάλια
όταν ο ανεμοδείκτης σημαδεύει της ώρας τα λεπτά,
κι η θάλασσα καταβροχθίζει βράχια 
κι απέλπιδα ουρλιαχτά,
και οι στιγμές σέρνονται μία, μία,
σαν τα σκουλήκια,
που λαχταρούν με καρτερία,
του χρόνου την αδηφάγα τους λεία,
στον αφαλό της γης που δένει τ' αλμυρίκια
και κόβει τους λυγμούς με λαιμαργία.
Να ψαρεύεις στα πλημμυρισμένα μου μάτια,
τον λόγο που τρέχουν ποτάμια μ' αλάτια,
και να χαμογελάς με νηνεμία.

Monday, November 6, 2023

Απαγγελία

Πες μου κάτι που δεν έχω ακούσει ακόμα,
ένα τραγούδι που να μη μοιάζει,
με την ημέρα που όταν χαράζει,
αποκηρύσσει των άστρων το στρώμα.
Μια ιστορία που δε σπαράζει.
σε νανουρίζει και δε μουσκεύει,
το μαξιλάρι που αφήνεις των δοντιών σου το αποτύπωμα.
Πες μου αν θέλεις ένα ψέμα,
κάτω απ' το φως που αλλάζει των ματιών σου το χρώμα,
πως το φιλί σου δε σπάει,
σαν τη φωνή σου που με μεθάει.
για να μου βάψει τα χείλη με αίμα.

Saturday, November 4, 2023

Διαφανές σαν νερό

Να άκουγα για μια φορά τη σειρήνα,
ν' αναβοσβήνει όπως το κινητό όταν έρχεται μήνυμα,
και να φύσαγα ένα κερί χωρίς να φοβάμαι πως είναι αποκύημα.
Φανταστικέ μου φίλε σε είδα, 
να στέκεσαι να με κοιτάς με το στόμα ανοιχτό, 
γιατί σαν χίμαιρα όασης αντικατοπτριζόμουν στων ματιών σου τον θαλασσινό αχό.
Μ' ένα σου γέλιο υπόκωφο μου κάλυψες το ουρλιαχτό, 
μ' ακόμα πάλλομαι στης αρρυθμίας σου τον αριθμό.
Ακούω το τηλέφωνο και καρδιοχτυπώ.

Saturday, October 7, 2023

Μαύρη Ακακία

Και ίσως σήμερα να μη μου μιλήσεις πάλι,
γιατί η αλήθεια όταν αποσιωπά δίνει τροφή, 
για σκέψη που πήγε χαλάλι, 
κι η γλώσσα πονάει κάτω απ' το δόντι του νικητή. 
Σε καλό να μας βγει, 
φάτε μάτια ψάρια κι ιχθύος σιγή, 
δε στάθηκα ακίνητη μα προσοχή,
ο στόχος είναι στο μυαλό και τα πόδια μου έχουν φρενάρει, 
να διορθώσω τη βλάβη η προοπτική με ιντριγκάρει. 
Αλογοπέταλα για τύχη,  
τετράφυλλο τι φίλοι!, 
γαρύφαλλο στο πέτο, 
τριαντάφυλλο στ' αυτί, 
και της τσιγγάνας η κατάρα να απηχεί για ευχή. 
Φίλα σταυρό να τα εκατοστίσει η ζωή.

Thursday, October 5, 2023

S O S

Στα όνειρα μου κυνηγάω κουρασμένους κουρσάρους,
πριν πέσω σε παγίδες με έμβλημα τους αφύλακτους φάρους, 
κι όσο χαζεύω βλήματα αστόχαστα με λεία, άλμπατρος και γλάρους,
αστοχία, 
σ' επιφανείς στιγμές αναλαμπής,
κάτω από επισφαλή πυρά άεργης προσμονής,
κι υπόσχεση επιβλαβής αφής,
που σκάνε σαν πυροτεχνήματα αποβραδίς
μέσα στα άδεια χέρια,
και τώρα ξημέρωσε πια κι είναι μέρα,
ούριοι άνεμοι πνέουν μες στην καλντέρα, 
κι άλμπουρα πλένονται βυθισμένα στη λερή σαλαμούρα,
σαν τραπουλόχαρτα, ασόδυα και ζάρια όλο χασούρα,
που πέφτουν και περιδινίζονται στης αβύσσου το χάος, 
να τα ψαρέψει σε ψήφους ο λαοπλάνος.

Sunday, September 24, 2023

Φίλτατοι

Να μην ξέρεις τι θα σου ξημερώσει,
και ο καταραμένος ποιητής, που λέει κι ο Ανέμης, να θέλει μάλλον να σ' εξοντώσει.
Να κατατρύχεσαι από φασισταριά μαγαρίσματα μιαρά, 
ενώ μια βρώμα που την είδε παστρικιά προσπαθεί να σε λερώσει. 
Κι ο σύντροφος δεν τρέμει από αγανάκτηση κάθε φορά που σ' αδικεί για να σε ταπεινώσει. 
Γιατί η μπούρδα, τι να νιώσει. 
Λες και το 'χει βιώσει. 
Κορύφωση πριν την πτώση. 
Μίλα μου κι ο πάγος θα λιώσει 
και, γύρνα μου την πλάτη πριν το αυτί σου ιδρώσει. 
Βοήθειά μας, ποιος θα το μετανιώσει;
Αφού κοιμάται τον ύπνο του δικαίου ο εργένης έχει στρώσει.
Για να το αφομοιώσει.

Thursday, September 21, 2023

Αναμαλλιασμένα κουβάρια πλέκουν νήματα,
ιππόκαμποι αργάζονται σε αφρισμένα κύματα. 
Μια ψιλή βροχή λογαριάζει το μπόι για ν' αναμετρηθεί σθεναρά, 
με στεντόρεια φωνή και βαρύ βραχνά.

Monday, September 18, 2023

Προσπαθώ να αγγίξω τα μαύρα σου μάτια, 
μαύρα, μαύρα, μάυρα, μαύρα,
κι απομένω να κοιτάζω μια φωτογραφία σου μάταια.
Γιατί ήδη νοσταλγώ τη στιγμή που δεν έζησα,
να νιώθω τις κόρες σου υγρή πίσσα, 
να ποτίζουν την ψυχή μου που κορακιάζει απ' τη λύσσα.
Χαίρεται, χειραψία.
Κράτα γερά, τα στομάχια είναι υλικά
για όνειρα γλυκά κι ασώματα.
Κι οι  ζωντανές γλώσσες μιλάνε για διψασμένα στόματα.

Saturday, September 9, 2023

Βρόχος

Να λέει οι μέρες κυλάν σα νερό,
και να θυμάμαι κείνο το σκυλί με τη γλώσσα κρεμασμένη σα φυλαχτό ιερό, 
μου 'γλειφε τις πληγές διψώντας για ένα χάδι με χέρι σταθερό,
(το tremens delirium είναι λατινικό),
σα νοηματική με μαεστρία, συνοδεύοντας μια συγχορδία, από τον έβδομο ουρανό.

Κι όπως ανασκαλεύω του κεραυνού το αποτύπωμα, 
όποτε βλέπω αναθρώσκοντα καπνό στον ορίζοντα, 
σκέφτομαι την κεραμιδόγατα της μάγισσας δίπλα στην καμινάδα, 
να λαχταράει να κρυφτεί στης Μαίρη Πόπινς τη μπουγάδα.

Wednesday, July 19, 2023

Παπαρουνόσπορος

Ο σύντροφός μου ο μάγος,
μου θρέφει το άγχος,
γιατί θα 'θελε να 'ναι μπάτσος
κατά βάθος, μήκος και πλάτος,
διαστολή 3D, συγχρονικότητα λάθος,
άλμα εις ύψος, κοντός ψαλμός.

Thursday, June 29, 2023

Hearth

Όταν η σιωπή σπάει, κόβει την ανάσα
γιατί η γλώσσα δεν έχει κόκαλα να βραχούν φωσφορίζοντας μες στη νύχτα.
Όποιος σπέρνει ανέμους,
με τη σημαία μεσίστια για λίπασμα,
θερίζει τρικυμία, κοσμοχαλασιά και θύελλα.
Όπου κι αν κοιτάξεις σ' εμπόλεμη ζώνη,
ο Θεός έχει αποστρέψει το βλέμμα
πριν δει τη γη να σκεπάζεται μ' αιμάτινο σεντόνι,
καθ' ομοίωση με κόλαση.
Κι όποτε σου χαϊδεύει τ' αυτιά ένα ψιθύρισμα,
να σκέφτεσαι πως η κραυγή που ξεκουφαίνει τελικά μουδιάζει το έρεισμα καλύτερα.

Wednesday, June 28, 2023

A-Bro-ad astra

Ο Λουδοβίκος Φόιερμπαχ δεν έζησε το κραχ.
Και σύμφωνα μ' έναν σύντροφο (να τον κάνει ο θεός),
ο Ένγκελς έγραψε γι’αυτόν χωρίς τον Μαρξ,
ένα βιβλίο που είναι γνήσιο battle rap.
 
Crew, yo, συντροφίλοι κουράγιο.
 
Οι φίλοι της σοφίας σουλατσάρουν στο μουράγιο.

Monday, June 26, 2023

Σεισάχθεια

Ανέβαινα την ανεμόσκαλα που οδηγεί στου Ολύμπου την κορυφή,
χωρίς τις επιγονατίδες της θεάς Ανάγκης,
δηκτικά, μόνο για ώρα ανάγκης,
και κράταγα για φυλαχτό μια επιθυμία κρυφή, 
σαν την ωραία κοιμωμένη που στέκεται φορώντας δαχτυλήθρα από διαμάντι
σ' ένα απ' τα δάχτυλά της που έλκει το αδράχτι, 
πριν καταδείξει τον χρόνο που 'γινε καπνός και στάχτη, 
και το ρολόι στου κροκόδειλου τα σπλάχνα
μες στη Χώρα του Ποτέ ακούγεται σαν το χρησμό του μάντη,
ξυπνητήρι που ξορκίζει όνειρα λάγνα
μ' έρωτες πλατωνικούς που περνάν απ' το στομάχι, 
κι ένα φιλί στο στόμα γεμάτο υπνωτικά κι αλάτι
του φρονιμήτη την αδαμαντίνη να χαράζει τον φεγγίτη, 
όσο σφίγγεις τα δόντια καταμεσής του εφιάλτη
λίγο πριν από την επερχόμενη μάχη. 
Μα θα 'πρεπε να είναι πιο απλά τα πράγματα, πράγματι, 
σαν τον πυρηνικό αντιδραστήρα που αλυσοδένει την έκρηξη, 
ίριδες σ' έναν αγρό σ' ανάπαυση που σε κοιτάνε μ' έκπληξη, 
και την Αδράστεια που σε φυλάει απ' το κακό μάτι.

Saturday, June 17, 2023

Πλέον επί πόντον οίνοπα

Αναπολώ τον καιρό,
που η φωνή του ποταμού ψιθυρίζοντας με καημό,
έπαιρνε τον πόνο από την άγνοια που βιώνω,
κι έτσι όλο το κρασί μου πλέον το πίνω με νερό,
απ' της Λήθης τον νόστο, κραταιό και στιβαρό,
για το κάθε ερωτηματικό που εγγαστρίμυθα αρθρώνω.

Και κάθε τόσο φτύνω λέξεις ανάλεκτα διαλεχτές,
αστροπελέκια αλεξικέραυνα σε τρικυμίες και νεροποντές,
με μια γουλιά ωχρή στο χώμα κηλίδα,
για όσους να επιπλέουν ακόμα με μάτια ανοιχτά στον ύπνο μου είδα.

Κι όλοι οι στεναγμοί του πλανήτη φτιάξανε πουπουλένιο στρώμα,
με την πλάτη στον τοίχο γι' ανάχωμα,
μαξιλάρι υγρό παρανάλωμα,
σε κάθε κατάλυμα που ίδιο χαράκωμα 
ανατινάχτηκε και πνίγηκε στο μαύρο απ΄την πίσσα χώμα.

Γιατί η γη όπως λες δεν έπαψε να γυρίζει,
κι η κάθε της στροφή παράνομα αβαρής μας πλήγει.
Του φεγγαριού το χάδι θωπεύει την πληγή το αίμα να σφουγγίσει
και στην καρδιά του κάθε αλήτη πλάνητα η παλίρροια αφρίζει.
Η νύχτα τα δόντια της στο πούσι μπήγει
το συμπαγές σκοτάδι να στραγγίσει,
κάθε πανσέληνο που ο Άδης με βροντές πλημμυρίζει.

Λόγια, που λες, σαν καταρράκτες,
δεν αρκούν να γεμίσουν
την τάφρο του νου σ΄ όλο της το βάθος
γιατί η θάλασσα έκλεισε το στόμα και η Μεσόγειος έγινε τάφος.

Tuesday, June 13, 2023

To πνεύμα στον πυθμένα

Θα πω ένα παραμύθι που το κρατάω μυστικό, 
το λέω στο πηγάδι να το πνίξει στο νερό. 
Ήτανε λέει μια φορά κι έναν καιρό, 
ένα αγοράκι τόσο δα μικρό. 
Έγραφε σα να τελειώνει ο κόσμος του αύριο
κι όταν οι λέξεις του στέρευαν από ροή 
κι ένιωθε τη ζωή του να φυλλορροεί, 
ζωγράφιζε τα τρένα στον σταθμό. 
Για να ξεφύγει απ' την πραγματικότητα
ονειρευότανε συχνά
με μάτια διαπεραστικά κι ορθάνοιχτα
πως ταξιδεύει κοιμισμένος μέσα σε ένα απ' αυτά, 
διασχίζοντας χρωματιστά τοπία μέσα στην ίδια του τη ζωγραφιά. 
Λιβάδια καταπράσινα με παπαρούνες αιμάτινες διάστικτα, 
τρέχανε μπρος του σαν οπτασία 
κι αναρωτιόταν στα κρυφά
αν θα τα δει ποτέ ολ' αυτά πραγματικά. 
Έκλεινε τα μάτια του και φίλαγε τρυφερά, 
τον μυρωδάτο άνεμο που σφύριζε καθώς τον έπαιρνε μακριά.
Δάκρυα του ‘ρχονταν στα μάτια αλλά αυτός 
όλο και σφύριζε πιο δυνατά.
Και πιο δυνατά. 
Και πιο δυνατά. 
Μέχρι να μη μπορεί ν' ακούσει άλλο τίποτα από φωνές και ουρλιαχτά.

Wednesday, June 7, 2023

Γλιστρίδα είδα

Προσπαθούσα να αναπλάσω κάτι το συγκεκριμένο.
Να μην είναι αόριστα κι ασυναίσθητα φορτισμένο,
τίποτα το αφηρημένο που να μη μπορώ να κρατάω λυμένο,
μια να τ’ αφήνω και μια να το πιάνω,
με δέρμα απ' το σχοινί σκισμένο.
Σαν αυτόν εκεί στη σκηνή πάνω,
που ενώ με φαινομενικά δυο
μάτια σκληρά σαν τροχισμένα γυαλιά
αδιαφανή σκούρα δίχως σκοτούρα καμιά
μήτε αμελητέο μέλημα, άκρατη συνδρομή και μέριμνα,  
ξέχειλος προβληματισμούς, κοινωνικούς παροξυσμούς, πρόνοια και μέρισμα,
εμπνέοντας αγάπη ενύπνια μ’ άγουρο ξύπνημα,
διάχυτο μεστό μίσος που ταΐζει των αδικοχαμένων ο ύπνος,
δύσπεπτο μένος, ταπεινός και πεινασμένος,
υποφερτά χαρούμενος αφόρητα δυστυχισμένος,
όσο ατενίζει το αχανές και αφανές απρόσωπο μέλλον,
εύπλαστο σαν ακόρεστο κορμό σοκολάτας ζυμωμένο,
απρογραμμάτιστα άναρθρο ουρλιαχτό που διαφωνεί,
συγκεχυμένα ρευστό σα σχέδιο από νωπογραφία υγρή,
παιδαριώδες, υδαρές αλλά διαμορφωμένο,
όλο έγνοιες με νόημα κι ατόφιο ενδιαφέρον,
κράμα χρεώσεων ειλημμένων, αμείλικτων ρητών κατακερματισμένων,
payback's a bitch, life is a witch, please please please, dominatrix and tricks,
χαρμολύπη νηπενθή σαν την κρούστα απ’ την πληγή που θρέφει,
όσο ο λιμός ολοένα πάει κι αγριεύει και θεριεύει,
κραυγή που σκαρφαλώνει, χέρια στ’ αυτιά, μένει μετέωρη κι η τζαμαρία πέφτει,
παύση αλγεινή λοιπόν, παυσίλυπον, χαμαιτυπείο χαμερπών,
μαζί με την αναπνοή, μιλώντας για τη ζωή, κρατάει και πισινή
μην κάτσει κι εκτεθεί πέρα από κάθε ανασκευή,
προφέροντας ακατανόμαστα μια λάθος λέξη,
different day, same seat, mais merde! (c)rime Rimbaudelaire,
γράμμα το γράμμα ενώ ραπάρει, 
δύστυχο στίχο και στροφή γύρω απ' το κυκλικό φεγγάρι,
πιρουέτα μισή σε χείμαρρο υποσχέσεων αδρανή,
σεληνιακό τοπίο σε τροχιά μηνίσκου αβλεπή, βουτιά κάνει,
άλμα εις τριπλούν πάνω απο δίπτυχο τοίχο με αυτιά που ακούν,
τραβάει γραμμή, σβήνει με Χ και υπερθεματίζει.
Σ' αυτό ήμουνα πάντα καλή,
η ακακία ανθιζει,
κι ήρθε νομίζω τώρα η σωστή στιγμή
να εισηγηθώ καλού κακού μια αιώνια πηγή που λαμπυρίζει :
«ενόραση»  θα πω με μια λέξη.
Ποιητική σαν δίκαιη μέθεξη στου πόνου την πλέξη.
Κι η φευγαλέα σιωπή με μια ματιά απλανή έξω από ΄δω ας τρέξει,
σαν τον ψωμάνθρωπο και τα σύννεφα στον ουρανό πριν βρέξει,
τα χρώματα της ίριδας που βάφουν τη σκεπή,
την άτακτη Πούλια και τον Αυγερινό μαζί,
λαγούς με πέτρα χείλια, γλώσσα, καρδιά αρραγή,
πριν φέξει και χρωματιστεί εν' αδιόρατο γέλιο ευτυχίας στη φωνή.

Thursday, June 1, 2023

Πριν μας πάρει ο ύπνος τα βράδια,
κλείνουμε τα φώτα να μην ονειρευτούμε μάτια αδειανά, 
που στάζουνε πίσσα σε κάθε βλεφάρισμα, προσοχή στα κενά,
κύκνος που κλαίει ενώ τραγουδά, ιστιοφόρο που πλέει με μαύρα πανιά,
και στον ασβεστωμένο τοίχο η φεγγαροφεγγιά ολόγιομη χάδια κι εραστών φιλιά,
καθρεφτίζεται ανερυθρίαστα σαν της ψυχής τα κομμάτια που 'ναι γυμνά.
Ψελλίζουμε λέξεις  να νανουρίσουν τη σπασμένη μας καρδιά,
μόλις ξυπνήσουμε αυτή να συνεχίζει να χτυπά.
Η πλοκή του ονείρου μας συνεπαίρνει τα  μυαλά,
ράβουμε το τραύμα από την ξυραφιά,
το νήμα της ζωής να συνεχίσει να κυλά.

Monday, May 15, 2023

9-9-15

I didn't see how you vanished cause i was looking for my alibis.
And then, in slow motion, like a faded deja vu you had in some past life that you're still tied up to, 
I heard you yell "Watch out!" in a gloomy way so blue. 
Alas, I lost my knight that damp misty night when we played under the starry like domino unfallen sky. But my horse is still alive you see.
Cause your kingdom wasn't good enough for me.
And as this reminded of Shakespeare,
I whispered to myself "Oh really? You don't say!". 
But the clock was ticking anyway, 
like a hammer spreading your nerves all over in delay, 
and my breathe was chasing my heartbeat 
that finally gave into the sandrop that covered my eyesight. 
For a moment I thought it's gonna break like the hourglass, 
but then the poor bell sounded.
And I was out of class. 

Sunday, May 14, 2023

Λεξικό αγνώστων ανθρώπων

Και κανά δυο,
στον θάλαμο τον σκοτεινό και άδειο,
μαύρη σελίδα αποτυπώνω κάθε στιγμή που θριαμβικά επιβιώνω,
μες στον χρόνο τον χαμένο που παγώνει κι εγώ λιώνω,
νοτισμένη στο ελεύθερο πνεύμα του οινόμελου το άγριο, διαυγές σαν όνειρο και ιερά καθάριο, αποσταγμένο με στυγνή μελάνη εμποτισμένη ρόδινο ιώδιο,
καυτηριάζοντας αυτό που όλο ανοίγει σα μπουμπούκι νωπό και με κάνει να ματώνω,
την τρελή αγάπη νοσταλγώ,
δίχως να το μετανιώνω 
κάθε λεπτό που νιώθω ν' αργώ
αναπόδραστα το τέλος να διακρίνω,
ενώ πάω κάτι να πω μα με στόμα κλειστό το αλμυρό αναφιλητό καταπίνω,
για ν' απομακρυνθώ όσο μπορώ ενώ τα πάντα στην ομίχλη σβήνω,
σαν τη δίψα που με το νερό απ' τις χιονονιφάδες πίνω, 
πριν προλάβω να παραδεχτώ μουδιασμένη απ' τ' όνειρο που όλο συγκλίνω ,  πως

-αφού με πλημμυρίσει πόνο ο πανικός,
και βάψει υγρά το δωμάτιο ο καπνός
κι ένεση γνέσει για να υφάνει μάλλινο ιμάτιο από φως,
που τρώει η όραση σαν σκόρος ,
μωλωπισμένος ζουμερός καρπός με εκχυμώσεις περιβραχιόνιου πένθους,
συσκοτισμένος λήθαργος, παλμός εμπύρετος,
συνεσταλμένες κόρες κοκκινίζουν και διαστέλλονται με ρίγος-
 
είμαι ναι για κλινική,
κι αυτό πάει να πει τέχνη καλή,
με τη θαλάμη γεμισμένη να μου γλείφει την πληγή,
την άρνηση ακούω ανακουφιστικά με θαλπωρή.
Καθώς προβάλλει θαλερή, ωσάν το νευρικό κλωνί,
μι’ ανάγλυφη γλυπτή πτυχή,
τόσο μα τόσο καλλιτεχνική,
όλο ταμπεραμέντο, μπρίο και ψυχή, 
του Πυγμαλίωνα το σύγκρυο στου γαλαξία τη μουσική,
σπαρταριστό ουράνιο σώμα σ' εξαΰλωση απτή.
 
Κι εν δυο τρία στη σκιά,
σαν τον καραγκιόζη βηματίζω αμφιθεατρικά,
με προβολέα κιαροσκούρο και μέλι στον καμβά,
και να η Μέδουσα στων Ελαιών το Όρος,
να μου χαμογελά καθώς,
με δόντια κόβεται ο ομφάλιος λώρος,
κι ο Καραβάτζιο πιο ‘κει,
τα μάτια απασφαλίζει με το πηχτό μολύβι, συναγερμός!
πριν τα σφαλίσει με την ωδίνη που τρέχει απ΄το σβηστό κερί ίδια κλαυθμός,
για να τραπεί σε τακτική φυγή,
όλο τάξη και ασφάλεια και σύνταξη πεζή.
 
Το κυνηγετικό κέρας της Αμάλθειας αστραπιαίο φλας,
υπό την καταιγίδα φάρος που απηχεί backlash,
ενώ ο όρμος των Σειρήνων πήχη τον πήχη αντιλαλεί,
σα φυλακή που δεξιοτεχνικά στην γκαλερί μι' αρχή εγκαλεί,
τσίρκου παράσταση με σχοινοβάτη πρωταγωνιστή,
όσο στο θέατρο του παραλόγου ο διανθισμένος λογισμός, 
του κλέβει το κλέος επιταχύνοντας στην άσφαλτο σαν αναβάτης motocross, 
ο λάθος λόγος να παρελαύνει ορθός
ενώ η κάθοδος ακολουθεί ολοταχώς,
μα δε θα πέσει αμαχητί,
όχι αυτός,
τροχοπέδη με χειροπέδες κι αχίλλειος πτέρνα διαμπερή,
η ιπποδύναμη του Χείρωνα σε χειρωνακτική λαβή,
τας φρένας σώας και αβλαβή.

Friday, May 12, 2023

Για μας

Δεν έχει σημασία πού το πας, 
σημασία έχει να μου μιλάς, 
κι άσε τα ψέματα και πες τους
ό,τι μας είπε κι ο Δεληβοριάς.
Ποιαν αγαπάς και ποια φιλάς,
γιατί εμένα με αγγίζει ο ρυθμός που τραγουδάς,
κι ο ήχος της φωνής σου που με κόβει
όταν σπάει και σκιρτάς.
Κι αν έμεινε κάτι τώρα πια για μας,
είναι μονάχα που πονάω όταν σ' ακούω να πονάς.
Κι η ανεμελιά μας που επιστρέφει κάθε
που μες απ' τις φωτογραφίες με κοιτάς.

Thursday, May 4, 2023

Φιλί

Στον φανταστικό μου φίλο 


Του χρόνου η μήτρα πονάει πάντα για την κάθε νεογέννητη στιγμή, 
που δεν πρόλαβε ποτέ να γεράσει πριν μπουμπουκιάσουν
του αθάνατου άνθους οι καρποί, 
του έρωτα που ανέκαθεν σπέρνει για τον θεριστή. 
Ενθάδε κείται η διάσταση,
αναστάσιμα νεκρή. 
Κι η ζωή την ξεπαγώνει
κι ενώνει, 
γιατί τα πάντα ρει. 
Σαν το δάκρυ που κυλάει,
πριν στεγνώσει στων χειλιών την παρυφή.

Friday, February 3, 2023

Μούχρωμα

Είμαι ένας φάρος που αναβοσβήνει,
σαν άστρο που ψυχορραγεί γνέφοντας στη σελήνη.
Και του ήλιου το φως, ένας οδοντωτός κλοιός,
που με ματώνει σα νυγμός,
αναμασώντας λες, λέξεις ανείπωτες μα ηχηρές,
που βάφουν το πυρακτωμένο πέλαγος,
με ρέκβιεμ νότες νοτισμένες στο έρεβος,
μαύρο όπως ο επιτάφιος,
και carpe diem η επωδός.
 
Στου καρβουνιάρη τον μουχρό καπνό χορεύει ένα χρωματιστό φτερό,
αργόσυρτα μες στη βουή απ' του συρμού το αργυρό αγκομαχητό,
ακούγεται σαν γλάρου ωδή σ’ ατμόπολοιο υγρό,
κι εγώ ανάβω ένα τσιγάρο με τη σπίθα των ματιών σου κι απορώ.

Friday, January 6, 2023

Δημήτρης Σφυροδρέπανος

Γελάει κι η κουτσή Μαρία, 
κι εσύ τρέχεις μπας και φτάσεις στην αστυνομία, 
τρεχάλα σαν τη Λόλα,
κουραφέξαλα!
τρέχα μωρή κουφάλα, 
κρεβατωμένη όπως η χήρα με το 'να ξύλινο πόδι,
(πλ)ήτοι η κρεμάλα η καριολάρα,
που στον επιθανάτιο χορόγχο μόνη της μένει,
με μάτια κατακόκκινα σα ρώγες από ρόδι.
Και σαν τον Χάρο σε ποτάμι χωρίς φάρο, 
φτάσε στον Άδη τροχάδην άρδην και κάνε μας τη χάρη,
να κοιμηθείς τον ύπνο του δικαίου δίχως μαξιλάρι.