Thursday, June 29, 2023

Hearth

Όταν η σιωπή σπάει, κόβει την ανάσα
γιατί η γλώσσα δεν έχει κόκαλα να βραχούν φωσφορίζοντας μες στη νύχτα.
Όποιος σπέρνει ανέμους,
με τη σημαία μεσίστια για λίπασμα,
θερίζει τρικυμία, κοσμοχαλασιά και θύελλα.
Όπου κι αν κοιτάξεις σ' εμπόλεμη ζώνη,
ο Θεός έχει αποστρέψει το βλέμμα
πριν δει τη γη να σκεπάζεται μ' αιμάτινο σεντόνι,
καθ' ομοίωση με κόλαση.
Κι όποτε σου χαϊδεύει τ' αυτιά ένα ψιθύρισμα,
να σκέφτεσαι πως η κραυγή που ξεκουφαίνει τελικά μουδιάζει το έρεισμα καλύτερα.

Wednesday, June 28, 2023

A-Bro-ad astra

Ο Λουδοβίκος Φόιερμπαχ δεν έζησε το κραχ.
Και σύμφωνα μ' έναν σύντροφο (να τον κάνει ο θεός),
ο Ένγκελς έγραψε γι’αυτόν χωρίς τον Μαρξ,
ένα βιβλίο που είναι γνήσιο battle rap.
 
Crew, yo, συντροφίλοι κουράγιο.
 
Οι φίλοι της σοφίας σουλατσάρουν στο μουράγιο.

Monday, June 26, 2023

Σεισάχθεια

Ανέβαινα την ανεμόσκαλα που οδηγεί στου Ολύμπου την κορυφή,
χωρίς τις επιγονατίδες της θεάς Ανάγκης,
δηκτικά, μόνο για ώρα ανάγκης,
και κράταγα για φυλαχτό μια επιθυμία κρυφή, 
σαν την ωραία κοιμωμένη που στέκεται φορώντας δαχτυλήθρα από διαμάντι
σ' ένα απ' τα δάχτυλά της που έλκει το αδράχτι, 
πριν καταδείξει τον χρόνο που 'γινε καπνός και στάχτη, 
και το ρολόι στου κροκόδειλου τα σπλάχνα
μες στη Χώρα του Ποτέ ακούγεται σαν το χρησμό του μάντη,
ξυπνητήρι που ξορκίζει όνειρα λάγνα
μ' έρωτες πλατωνικούς που περνάν απ' το στομάχι, 
κι ένα φιλί στο στόμα γεμάτο υπνωτικά κι αλάτι
του φρονιμήτη την αδαμαντίνη να χαράζει τον φεγγίτη, 
όσο σφίγγεις τα δόντια καταμεσής του εφιάλτη
λίγο πριν από την επερχόμενη μάχη. 
Μα θα 'πρεπε να είναι πιο απλά τα πράγματα, πράγματι, 
σαν τον πυρηνικό αντιδραστήρα που αλυσοδένει την έκρηξη, 
ίριδες σ' έναν αγρό σ' ανάπαυση που σε κοιτάνε μ' έκπληξη, 
και την Αδράστεια που σε φυλάει απ' το κακό μάτι.

Saturday, June 17, 2023

Πλέον επί πόντον οίνοπα

Αναπολώ τον καιρό,
που η φωνή του ποταμού ψιθυρίζοντας με καημό,
έπαιρνε τον πόνο από την άγνοια που βιώνω,
κι έτσι όλο το κρασί μου πλέον το πίνω με νερό,
απ' της Λήθης τον νόστο, κραταιό και στιβαρό,
για το κάθε ερωτηματικό που εγγαστρίμυθα αρθρώνω.

Και κάθε τόσο φτύνω λέξεις ανάλεκτα διαλεχτές,
αστροπελέκια αλεξικέραυνα σε τρικυμίες και νεροποντές,
με μια γουλιά ωχρή στο χώμα κηλίδα,
για όσους να επιπλέουν ακόμα με μάτια ανοιχτά στον ύπνο μου είδα.

Κι όλοι οι στεναγμοί του πλανήτη φτιάξανε πουπουλένιο στρώμα,
με την πλάτη στον τοίχο γι' ανάχωμα,
μαξιλάρι υγρό παρανάλωμα,
σε κάθε κατάλυμα που ίδιο χαράκωμα 
ανατινάχτηκε και πνίγηκε στο μαύρο απ΄την πίσσα χώμα.

Γιατί η γη όπως λες δεν έπαψε να γυρίζει,
κι η κάθε της στροφή παράνομα αβαρής μας πλήγει.
Του φεγγαριού το χάδι θωπεύει την πληγή το αίμα να σφουγγίσει
και στην καρδιά του κάθε αλήτη πλάνητα η παλίρροια αφρίζει.
Η νύχτα τα δόντια της στο πούσι μπήγει
το συμπαγές σκοτάδι να στραγγίσει,
κάθε πανσέληνο που ο Άδης με βροντές πλημμυρίζει.

Λόγια, που λες, σαν καταρράκτες,
δεν αρκούν να γεμίσουν
την τάφρο του νου σ΄ όλο της το βάθος
γιατί η θάλασσα έκλεισε το στόμα και η Μεσόγειος έγινε τάφος.

Tuesday, June 13, 2023

To πνεύμα στον πυθμένα

Θα πω ένα παραμύθι που το κρατάω μυστικό, 
το λέω στο πηγάδι να το πνίξει στο νερό. 
Ήτανε λέει μια φορά κι έναν καιρό, 
ένα αγοράκι τόσο δα μικρό. 
Έγραφε σα να τελειώνει ο κόσμος του αύριο
κι όταν οι λέξεις του στέρευαν από ροή 
κι ένιωθε τη ζωή του να φυλλορροεί, 
ζωγράφιζε τα τρένα στον σταθμό. 
Για να ξεφύγει απ' την πραγματικότητα
ονειρευότανε συχνά
με μάτια διαπεραστικά κι ορθάνοιχτα
πως ταξιδεύει κοιμισμένος μέσα σε ένα απ' αυτά, 
διασχίζοντας χρωματιστά τοπία μέσα στην ίδια του τη ζωγραφιά. 
Λιβάδια καταπράσινα με παπαρούνες αιμάτινες διάστικτα, 
τρέχανε μπρος του σαν οπτασία 
κι αναρωτιόταν στα κρυφά
αν θα τα δει ποτέ ολ' αυτά πραγματικά. 
Έκλεινε τα μάτια του και φίλαγε τρυφερά, 
τον μυρωδάτο άνεμο που σφύριζε καθώς τον έπαιρνε μακριά.
Δάκρυα του ‘ρχονταν στα μάτια αλλά αυτός 
όλο και σφύριζε πιο δυνατά.
Και πιο δυνατά. 
Και πιο δυνατά. 
Μέχρι να μη μπορεί ν' ακούσει άλλο τίποτα από φωνές και ουρλιαχτά.

Wednesday, June 7, 2023

Γλιστρίδα είδα

Προσπαθούσα να αναπλάσω κάτι το συγκεκριμένο.
Να μην είναι αόριστα κι ασυναίσθητα φορτισμένο,
τίποτα το αφηρημένο που να μη μπορώ να κρατάω λυμένο,
μια να τ’ αφήνω και μια να το πιάνω,
με δέρμα απ' το σχοινί σκισμένο.
Σαν αυτόν εκεί στη σκηνή πάνω,
που ενώ με φαινομενικά δυο
μάτια σκληρά σαν τροχισμένα γυαλιά
αδιαφανή σκούρα δίχως σκοτούρα καμιά
μήτε αμελητέο μέλημα, άκρατη συνδρομή και μέριμνα,  
ξέχειλος προβληματισμούς, κοινωνικούς παροξυσμούς, πρόνοια και μέρισμα,
εμπνέοντας αγάπη ενύπνια μ’ άγουρο ξύπνημα,
διάχυτο μεστό μίσος που ταΐζει των αδικοχαμένων ο ύπνος,
δύσπεπτο μένος, ταπεινός και πεινασμένος,
υποφερτά χαρούμενος αφόρητα δυστυχισμένος,
όσο ατενίζει το αχανές και αφανές απρόσωπο μέλλον,
εύπλαστο σαν ακόρεστο κορμό σοκολάτας ζυμωμένο,
απρογραμμάτιστα άναρθρο ουρλιαχτό που διαφωνεί,
συγκεχυμένα ρευστό σα σχέδιο από νωπογραφία υγρή,
παιδαριώδες, υδαρές αλλά διαμορφωμένο,
όλο έγνοιες με νόημα κι ατόφιο ενδιαφέρον,
κράμα χρεώσεων ειλημμένων, αμείλικτων ρητών κατακερματισμένων,
payback's a bitch, life is a witch, please please please, dominatrix and tricks,
χαρμολύπη νηπενθή σαν την κρούστα απ’ την πληγή που θρέφει,
όσο ο λιμός ολοένα πάει κι αγριεύει και θεριεύει,
κραυγή που σκαρφαλώνει, χέρια στ’ αυτιά, μένει μετέωρη κι η τζαμαρία πέφτει,
παύση αλγεινή λοιπόν, παυσίλυπον, χαμαιτυπείο χαμερπών,
μαζί με την αναπνοή, μιλώντας για τη ζωή, κρατάει και πισινή
μην κάτσει κι εκτεθεί πέρα από κάθε ανασκευή,
προφέροντας ακατανόμαστα μια λάθος λέξη,
different day, same seat, mais merde! (c)rime Rimbaudelaire,
γράμμα το γράμμα ενώ ραπάρει, 
δύστυχο στίχο και στροφή γύρω απ' το κυκλικό φεγγάρι,
πιρουέτα μισή σε χείμαρρο υποσχέσεων αδρανή,
σεληνιακό τοπίο σε τροχιά μηνίσκου αβλεπή, βουτιά κάνει,
άλμα εις τριπλούν πάνω απο δίπτυχο τοίχο με αυτιά που ακούν,
τραβάει γραμμή, σβήνει με Χ και υπερθεματίζει.
Σ' αυτό ήμουνα πάντα καλή,
η ακακία ανθιζει,
κι ήρθε νομίζω τώρα η σωστή στιγμή
να εισηγηθώ καλού κακού μια αιώνια πηγή που λαμπυρίζει :
«ενόραση»  θα πω με μια λέξη.
Ποιητική σαν δίκαιη μέθεξη στου πόνου την πλέξη.
Κι η φευγαλέα σιωπή με μια ματιά απλανή έξω από ΄δω ας τρέξει,
σαν τον ψωμάνθρωπο και τα σύννεφα στον ουρανό πριν βρέξει,
τα χρώματα της ίριδας που βάφουν τη σκεπή,
την άτακτη Πούλια και τον Αυγερινό μαζί,
λαγούς με πέτρα χείλια, γλώσσα, καρδιά αρραγή,
πριν φέξει και χρωματιστεί εν' αδιόρατο γέλιο ευτυχίας στη φωνή.

Thursday, June 1, 2023

Πριν μας πάρει ο ύπνος τα βράδια,
κλείνουμε τα φώτα να μην ονειρευτούμε μάτια αδειανά, 
που στάζουνε πίσσα σε κάθε βλεφάρισμα, προσοχή στα κενά,
κύκνος που κλαίει ενώ τραγουδά, ιστιοφόρο που πλέει με μαύρα πανιά,
και στον ασβεστωμένο τοίχο η φεγγαροφεγγιά ολόγιομη χάδια κι εραστών φιλιά,
καθρεφτίζεται ανερυθρίαστα σαν της ψυχής τα κομμάτια που 'ναι γυμνά.
Ψελλίζουμε λέξεις  να νανουρίσουν τη σπασμένη μας καρδιά,
μόλις ξυπνήσουμε αυτή να συνεχίζει να χτυπά.
Η πλοκή του ονείρου μας συνεπαίρνει τα  μυαλά,
ράβουμε το τραύμα από την ξυραφιά,
το νήμα της ζωής να συνεχίσει να κυλά.