Αγάπησα
τη σκιά που άνθιζε με περιπάθεια τα μαβιά πρωινά,
μες στα μενεξελιά λιβάδια με τη λουλακί φορεσιά,
μες στα μενεξελιά λιβάδια με τη λουλακί φορεσιά,
το αίμα του Λόρκα στράγγιζε για να σβήσει
της λάβας τη δίψα,
με την αχλή που περονιάζει των ζωντανών τα κόκαλα όλο αραθυμιά.
Μα
το περιστέρι που έστειλα στο απόβραδο του νοτιά,
δε βρήκε ρότα να μου
φέρει νέα,
απ' της γης τα χνάρια τα ωχρά,
που καλυμμένα πίσω από χνότα όλο αψάδα,
αχνοφεγγίζαν κάτω απ' το Σέλας
νωπά ακόμα απ' τη φωτιά.
Κι έμεινα να προσμένω της αρπαγμένης Περσεφόνης τα υγρά φιλιά,
απάνω στο κελαρυστό ποτάμι που νότα τη νότα κυλά σα μελωδία ληθαργικά.
Να λησμονήσω των κυμάτων τον παλμό που αναμαλλιάζουν του κάβου τον φονιά.
No comments:
Post a Comment