Sunday, May 14, 2023

Λεξικό αγνώστων ανθρώπων

Και κανά δυο,
στον θάλαμο τον σκοτεινό και άδειο,
μαύρη σελίδα αποτυπώνω κάθε στιγμή που θριαμβικά επιβιώνω,
μες στον χρόνο τον χαμένο που παγώνει κι εγώ λιώνω,
νοτισμένη στο ελεύθερο πνεύμα του οινόμελου το άγριο, διαυγές σαν όνειρο και ιερά καθάριο, αποσταγμένο με στυγνή μελάνη εμποτισμένη ρόδινο ιώδιο,
καυτηριάζοντας αυτό που όλο ανοίγει σα μπουμπούκι νωπό και με κάνει να ματώνω,
την τρελή αγάπη νοσταλγώ,
δίχως να το μετανιώνω 
κάθε λεπτό που νιώθω ν' αργώ
αναπόδραστα το τέλος να διακρίνω,
ενώ πάω κάτι να πω μα με στόμα κλειστό το αλμυρό αναφιλητό καταπίνω,
για ν' απομακρυνθώ όσο μπορώ ενώ τα πάντα στην ομίχλη σβήνω,
σαν τη δίψα που με το νερό απ' τις χιονονιφάδες πίνω, 
πριν προλάβω να παραδεχτώ μουδιασμένη απ' τ' όνειρο που όλο συγκλίνω ,  πως

-αφού με πλημμυρίσει πόνο ο πανικός,
και βάψει υγρά το δωμάτιο ο καπνός
κι ένεση γνέσει για να υφάνει μάλλινο ιμάτιο από φως,
που τρώει η όραση σαν σκόρος ,
μωλωπισμένος ζουμερός καρπός με εκχυμώσεις περιβραχιόνιου πένθους,
συσκοτισμένος λήθαργος, παλμός εμπύρετος,
συνεσταλμένες κόρες κοκκινίζουν και διαστέλλονται με ρίγος-
 
είμαι ναι για κλινική,
κι αυτό πάει να πει τέχνη καλή,
με τη θαλάμη γεμισμένη να μου γλείφει την πληγή,
την άρνηση ακούω ανακουφιστικά με θαλπωρή.
Καθώς προβάλλει θαλερή, ωσάν το νευρικό κλωνί,
μι’ ανάγλυφη γλυπτή πτυχή,
τόσο μα τόσο καλλιτεχνική,
όλο ταμπεραμέντο, μπρίο και ψυχή, 
του Πυγμαλίωνα το σύγκρυο στου γαλαξία τη μουσική,
σπαρταριστό ουράνιο σώμα σ' εξαΰλωση απτή.
 
Κι εν δυο τρία στη σκιά,
σαν τον καραγκιόζη βηματίζω αμφιθεατρικά,
με προβολέα κιαροσκούρο και μέλι στον καμβά,
και να η Μέδουσα στων Ελαιών το Όρος,
να μου χαμογελά καθώς,
με δόντια κόβεται ο ομφάλιος λώρος,
κι ο Καραβάτζιο πιο ‘κει,
τα μάτια απασφαλίζει με το πηχτό μολύβι, συναγερμός!
πριν τα σφαλίσει με την ωδίνη που τρέχει απ΄το σβηστό κερί ίδια κλαυθμός,
για να τραπεί σε τακτική φυγή,
όλο τάξη και ασφάλεια και σύνταξη πεζή.
 
Το κυνηγετικό κέρας της Αμάλθειας αστραπιαίο φλας,
υπό την καταιγίδα φάρος που απηχεί backlash,
ενώ ο όρμος των Σειρήνων πήχη τον πήχη αντιλαλεί,
σα φυλακή που δεξιοτεχνικά στην γκαλερί μι' αρχή εγκαλεί,
τσίρκου παράσταση με σχοινοβάτη πρωταγωνιστή,
όσο στο θέατρο του παραλόγου ο διανθισμένος λογισμός, 
του κλέβει το κλέος επιταχύνοντας στην άσφαλτο σαν αναβάτης motocross, 
ο λάθος λόγος να παρελαύνει ορθός
ενώ η κάθοδος ακολουθεί ολοταχώς,
μα δε θα πέσει αμαχητί,
όχι αυτός,
τροχοπέδη με χειροπέδες κι αχίλλειος πτέρνα διαμπερή,
η ιπποδύναμη του Χείρωνα σε χειρωνακτική λαβή,
τας φρένας σώας και αβλαβή.

No comments:

Post a Comment