Sunday, April 14, 2019

Τρελό, έτσι;




"Η Επανάσταση θα' ρθει και θα χει τα μάτια σου,
 πίσω απο μαύρα γυαλιά ταμπουρωμένη,
τον κόκκινο ήλιο να σκιάζει τυφλωμένη.
Με τον προλεταριακό ιδρώτα που πασχαλιά μοσχοβολά,
μια μέρα μεσημέρι,
από τον μόχθο που λαμποκοπά
μες στης πρωτομαγιάς τ' άσβεστο καλοκαίρι.
Κι η Επανάσταση θα 'ρθει να φέρει την άνοιξη,
τις ανθισμένες κερασιές και τα φύλλα του Οκτώβρη."

Αυτά σκεφτόταν όταν, χτύπησε το κουδούνι.
«Ποιος να ‘ναι», σκέφτηκε,  «του Πόε  Το Κοράκι;»
Μα όταν άνοιξε την πόρτα είδε τον Μαγιακόφσκι,
με το τσιγάρο του στο χέρι να μειδιάζει,
και μια μομφή τα δυο του χείλη να χαράζει.
Είχε να τον δει απο έφηβη κι έκανε μια κίνηση,
σα να τον αποφύγει, γνέφοντάς του να εξαφανιστεί,
γιατι δεν ήταν βέβαια πραγματική,
αυτή η οπτασία που της έδινε μορφή,
και πως θα μπορούσε να είναι άλλωστε,
"Είμαι ψυχωσική;"
αναρωτήθηκε για μια στιγμή.
Έκανε να  μιλήσει, κάτι πήγε να πει,
μα ξάφνου αυτός, δεν ήταν πια εκεί.
Κι άρχισε να μονολογεί,
σε μια στιχομυθία αναπάντητη,
καθότι βουβή,
άλαλη, ανυπόστατη μα και κουφή.

«Γιατι αυτοκτόνησες Βλαντίμιρ;  Γιατί;
Γιατι δεν πέθανες απο "νεράκι",
κι άφησες τη φλόγα να σου φάει τα στήθη
όπως ο γύπας το σαρκαστικό σκουλήκι,
γιατί δεν πέθανες από πλήξη, 
παρέα με βότκα αντί για κηροζίνη,
που έχει σαν τον χυμό κλαδιού παγώσει
στου ρολογιού τον χτύπο που θα λιώσει,
και το κερί που που μια ριπή
ανέμου με σθένος κλονίζει όλο βουή,
πριν σε διαστημικό σκοτάδι το βυθίσει,
και πάει το φως του ήλιου πάει, 
σε τρύπα κενoφοβική,
σαν τυφλοπόντικας στη φάκα,
να παγιδευτεί.
Και τι θα σκεφτόταν άραγε ο Σεργκέι,
αν ζούσε για να σε δει,
με μάτια αβλεφάριστα να μη σου ΄χει μείνει πνοή,
το σκέφτηκες αυτό καθόλου πριν πατήσεις τη σκανδάλη
εκείνο το  –βράδυ ήταν ή πρωί- ;
Θα ΄θελα να ξέρα όμως τι σκεφτόσουν εσύ.
Όχι την Λίλη. Δε μπορεί.
Και πες μου και κάτι άλλο τώρα,
θα σ'ακούσω με μάτια κλειστά,
κάνοντας πως φιλάω της εμπιστοσύνης το χείλος σε ριγμένα χαρτιά,
διαβάζοντας στα τυφλά των άστρων την  τροχιά,
σαν τις γραμμές της παλάμης μες απ'τη γροθιά,
αφουγκραζόμενη έναν κούκο που κελαηδά με συστολή,
στο μεγαλείο της φύσης κοινωνός όλο στοργή,
πες μου αλήθεια Βλαντίμιρ,
είμαι μικροαστή;»

Κι ύστερα στοχάστηκε πως αυτός θα σκεφτόταν, 
αν είχε ακόμα ακοή,
"Τι θα 'λεγε άραγε ο Λένιν γι' αυτήν την τρελή;"





No comments:

Post a Comment