Monday, April 22, 2019

И́скра


Χρώματα ραίνουν της φωνής σου το φως,
κι οι παπαρούνες που χορεύουν στο χείλος ενός  μνήματος,
«άκρα του τάφου σιωπή» θροΐζουν,
 καθώς τις παίρνει ο άνεμος ο ανήλιαγος.
Δεύτε λάβετε βάπτισμα πυρός,
σπίθα ο θάνατος του επιλήσμονος όντος.
Αληθώς αλιεύει ψυχές απ' το σκότος,
μέσ' απο βαθύ απροσπέλαστο ψύχος.
Εστία σκώληκος του όρνιου το ρύγχος,
 άρτιου πνεύματος ξεψαχνίζεται ο σκελετός.
Μέσα σε ωκεανού το ρίγος,
άγρα η άμπελος όνου ενός,
 τα λείψανα του Διονύσου,
σε φύλλα συκής σαπίζουν,
κι επ' ώμου αρμός
περιττός αριθμός.
Φόρος  λιμένος  κι η ποιμαντική ράβδος,
εκεί που στέκει απλωμένος ο γιαλός,
ένας φανός στο αρχιπέλαγος  του όφεως,
πλέκει φωτοστέφανα σαν γόρδιος δεσμός.
 Εκπάγλου κάλλου ο διάκοσμος  
εφ’ όρου ζωής  κοσμικός,
σαν φάρος που καταπίνει η άβυσσος
και ο εφοπλιστής ναυαγός.
Μα ο Χριστός δεν είχε βιός ν' απασφαλίσεις,
Έσχατος ασπασμός και τελεσμένες συγκινήσεις.
"Βέλασμα – πέ\λ\ασμα" ψελλίζει ο ψευδός,
τρέμει το κήτος σαν να' ταν αμνός.
 Μπρος ρέμα, πίσω γκρεμός,
αποδιοπομπαίος τράγος αναρριχάται σαν κισσός.
Ιδού το πήδημα σαλτάρισμα ακολούθως,
και τα κουδούνια του κρουστά να του σκεπάζουν  το στήθος.
Φάτε μάτια αυγά μετά σιγής ιχθύος,
κι ο σιτευτός ο μόσχος μυρωδιαστός,
τύφλα να 'χουν τα χερουβείμ, η έρημος
 και ο χοιροβοσκός κανίβαλος αστός.
Έννομη τάξη στης ανέχειας το χάος,
«φάτε τους πλούσιους» γράφει ένας τοίχος,
«Η πενία μουδιάζει τα φτερά του πνεύματος»
είπε κι ο Κάλβος ο σοφός.
Ευλογητός ο άρτος ζυμωτός,
Οίνος ροδόχρωμος στυφός.
Η πασχαλίτσα υποκοριστικό ιριδόχρου ονόματος,
 ανάλατος ανθός , ευωδιάζει ο τόπος,
 αλέθηκε ο καρπός κι ο μύλος ήταν πορφυρός,
 σαν ήλιος απαγορευμένος, φυγάς κυνηγημένος,
που τρέχει να κρυφτεί σε σπήλαιου βραχίονα την άρμη ο μαραμένος.
Και το σαπούνι αφρίζει απ΄της θάλασσας το μένος,
σαν ένας επιληπτικός στο κεφάλι χτυπημένος.
Ζαβώθηκε απ' το μέρος του Λόγου που ΄ναι η Λέρος,
βαφτίστηκε και κολυμπήθρα,
της Μακρονήσου η μαύρη τρύπα,
με κόκκινα τα μάτια,
που φωσφορίζουν μες στη νύχτα.

No comments:

Post a Comment