Monday, March 25, 2019

25-2-15

Αρμέγω το μελάνι απ'τα μάτια μου που χύνεται σα μέλι,
και το καρτερικό μου στόμα ξεδιψά με απελπισμένη προσμονή,
πώς να γευτεί πια τους λαγαρούς χυμούς που η γλώσσα σα φωτιά,
γλείφει ίδια μέγγενη μια καρύδα,
εκείνη που 'μου χες κάνει δώρο σε κάποια
απ'τα πόλλα μου γενέθλια,
κι η στάχτη που ακόμα καπνίζει,
ρουθούνισμα λύκου που στοργή αναβλύζει.

Και τώρα θα πεις "δεν καταλαβαίνω τι γράφεις",
Και ναι πες το ίσως σωθείς,
από την ευτελή πράξη μιας ασέλγειας τόσο πεζής,
όπως το να γκρεμίζεις τοίχους με γυμνά χέρια,
μέσα απο αραχνούφαντα πέπλα υποταγής.
Τα ράσα δεν κάνουν τον παπά βέβαια,
ούτε τα πετραχείλια,
ας εστιάσουμε στην πέτρα και την ασφυξιογόνο μάσκα.

Τι; Θες να πεις πως είναι δακρύβρεχτη;
Όχι η ωραία κοιμωμένη,
αυτή κοιμάται του καλού καιρού,
με το 'να πλευρό μελανιασμένο,
απ΄τον αδυσώπητο (σαφώς) χρόνο,
που δε λογαριάζει ούτε το προσκεφάλι του νου,
και βλέπει στ' όνειρό της το ξύπνημα του δίκαιου τυφλού.

No comments:

Post a Comment